Αποτρέπονται οι υπερβολικές κι ανεξέλεγκτες ανατιμήσεις των νοσοκομειακών προγραμμάτων των ασφαλιστικών εταιρειών, ενώ οι ασφαλισμένοι στον κλάδο ζωής θα μπορούν να εξαγοράσουν τα συνταξιοδοτικά συμβόλαια που έχουν κάνει μετά από τον πρώτο χρόνο υπογραφής τους, σύμφωνα με νομοσχέδιο που έχει ήδη καταρτιστεί από το υπουργείο Εργασίας.
«Φιλική» προς τον καταναλωτή επιχειρεί να κάνει την ασφαλιστική νομοθεσία - μετά από τα όσα έχουν συμβεί στη διάρκεια των δύο τριών τελευταίων χρόνων – η γενική γραμματεία Καταναλωτή του υπουργείου Εργασίας γεγονός που έχει προκαλέσει στη διάρκεια των τελευταίων μηνών σφοδρές αντιδράσεις από την Ενωση Ασφαλιστικών Εταιρεία Ελλάδος (ΕΑΕΕ). Τελικώς όμως και μετά από ένα μπαράζ δημόσιων δηλώσεων, τα πνεύματα καταλάγιασαν και η μήνις της ασφαλιστικής αγοράς εκτονώθηκε. Ετσι το νομοσχέδιο που ετοίμασε ο γενικός γραμματέας Καταναλωτή κ. Δ. Σπυράκος με
την πολιτική εποπτεία της υπουργού κυρίας Λούκας Κατσέλη έγινε αποδεκτό στις βασικές του γραμμές από τους ασφαλιστές.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το κείμενο του νομοσχεδίου –που σύντομα αναμένεται να συζητηθεί στο υπουργικό συμβούλιο- η ασφάλιση αποκτά αξία εξαγοράς ήδη από το πρώτο έτος. Κατά την ισχύουσα σήμερα πρακτική, αν ένας ασφαλισμένος θελήσει να εξαγοράσει το συμβόλαιο ζωής που έχει συνάψει με μία ασφαλιστική εταιρεία, «συμψηφίζονται προκαταβολικά τα έξοδα πρόσκτησης της ασφάλισης με αποτέλεσμα το ασφαλιστήριο να αποκτά αξία εξαγοράς από το τρίτο έτος και αυτή μάλιστα να είναι ιδιαίτερα μικρή σε σχέση με τα καταβληθέντα προς αποταμίευση ασφάλιστρα».
Με την προωθούμενη ρύθμιση ο συμψηφισμός των εξόδων πρόσκτησης με τα καταβαλλόμενα ασφάλιστρα δεν μπορεί να υπερβαίνει κατά το πρώτο έτος το 40% του ασφαλίστρου, ενώ τα υπόλοιπα έξοδα αποσβένονται ισομερώς στα δέκα έτη που ακολουθούν. Έτσι, η ασφάλιση θα έχει σημαντική αξία εξαγοράς ήδη από το πρώτο έτος. Εξάλλου, τυχόν ποινή σε περίπτωση άσκησης του δικαιώματος εξαγοράς θα πρέπει πλέον να συμφωνείται ρητά και να εμπεριέχεται στο ασφαλιστήριο.
Επίσης γίνεται πλέον διαφανής ο τρόπος αναπροσαρμογής του ασφαλίστρου στις νοσοκομειακές καλύψεις και αποτρέπονται τα φαινόμενα αλόγιστων αυξήσεων και αιφνιδιασμού των καταναλωτών.
Συγκεκριμένα οι όροι της σύμβασης πρέπει να προσφέρουν στον καταναλωτή επαρκή γνώση των οικονομικών επιβαρύνσεων που αυτός αναλαμβάνει. Η ασφαλιστική εταιρεία οφείλει να καθορίζει υποχρεωτικά με τη σύμβαση τα κριτήρια και τους δείκτες που θα λαμβάνει υπόψη για την αναπροσαρμογή των ασφαλίστρων. Σε περίπτωση που επιλεγούν περισσότεροι του ενός δείκτες πρέπει να σταθμίζεται η συμμετοχή του καθενός στη συνολική διαμόρφωση της μεταβολής του ασφαλίστρου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο διασφαλίζεται στον ασφαλιστή η δυνατότητα να προσαρμόζει το ασφάλιστρο στις μεταβολές που το επηρεάζουν, συγχρόνως όμως ο λήπτης της ασφάλισης γνωρίζει κατά το χρόνο σύναψης της ασφάλισης κάτω υπό ποιες προϋποθέσεις αυξάνεται το ασφάλιστρο, μπορεί να ελέγχει με βάση τα κριτήρια και τους δείκτες το δικαιολογημένο του ύψους της αναπροσαρμογής και αποτρέπεται ο αιφνιδιασμός του κατά τη διάρκεια της σύμβασης με δυσανάλογες αυξήσεις. Για την καλύτερη κατανόηση του τρόπου αναπροσαρμογής η ασφαλιστική επιχείρηση εκθέτει παράδειγμα με εφαρμογή του τρόπου υπολογισμού.
Ακόμη υποχρεώνονται οι ασφαλιστικές εταιρείες να παρέχουν πλήρη και σαφή ενημέρωση στον ασφαλισμένο για όλες τις εξελίξεις ή τις μεταβολές που τον ενδιαφέρουν. Θα πρέπει έτσι να τον ενημερώνει κάθε χρόνο για το ποσοστό και το ποσόν της υπεραπόδοσης, το συσσωρευμένο κεφάλαιο, το ποσόν απόδοσης από τις επανεπενδύσεις, την αξία εξαγοράς κ. α.. Θα πρέπει να τον ενημερώνει πως επιμερίζεται το ετήσιο ασφάλιστρο, ποιο ποσόν αντιστοιχεί σε κάθε παροχή. Το κόστος πρόσκτησης της ασφάλισης, τα διαχειριστικά έξοδα και η συμμετοχή του λήπτη της ασφάλισης στις υπεραποδόσεις θα πρέπει πλέον να περιλαμβάνεται στο ίδιο το ασφαλιστήριο.
Η παράλειψη τήρησης των υποχρεώσεων αυτών θεμελιώνει αξίωση του λήπτη της ασφάλισης για επιστροφή του ποσού που αντιστοιχεί στα αποσιωπηθέντα έξοδα και την πλήρη συμμετοχή του στην υπεραπόδοση.
Και καθιερώνεται ρητά η ευθύνη των διαμεσολαβούντων για τη συλλογή των αναγκαίων πληροφοριών, την ορθή ενημέρωση του ασφαλισμένου, την ενημέρωση πριν από κάθε εξαγορά ή μεταφορά της ασφάλισης για τα μειονεκτήματα που αυτή συνεπάγεται κ. α. Για την παραβίαση ωστόσο συγκεκριμένων υποχρεώσεων του διαμεσολαβούντα καθίσταται συνυπεύθυνη και η ασφαλιστική εταιρεία, εκτός αν αυτή αποδείξει την έλλειψη υπαιτιότητάς της.
Ενώ για να αποτραπούν φαινόμενα αδικαιολόγητων καθυστερήσεων στην καταβολή των ασφαλιστικών αποζημιώσεων, ιδίως μάλιστα στις περιπτώσεις των μικρών αποζημιώσεων όπου οι δικαιούχοι, ενόψει του δυσανάλογου δικαστικού κόστους, εκτίθενται σε πιέσεις για παραίτηση από μέρος αυτών, θεσπίζονται ελάχιστα ποσά για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υφίσταται ο δικαιούχος από την παραβίαση της υποχρέωσης για έγκαιρη καταβολή του ασφαλίσματος.
Οι βασικές ρυθμίσεις του νομοσχεδίου
- Διευρύνονται οι υποχρεώσεις προσυμβατικής ενημέρωσης για όλες τις ασφαλίσεις. Η παρεχόμενη σήμερα πληροφόρηση κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης ασφάλισης δεν διασφαλίζει σαφή εικόνα για το περιεχόμενο της σύμβασης. Δίνεται ιδιαίτερη έμφαση ώστε οι πληροφορίες που παρέχονται προς τους ασφαλισμένους, να είναι απλές, επαρκείς και ευσύνοπτες, ώστε να επιτρέπουν στον ενδιαφερόμενο λήπτη της ασφάλισης να κατανοήσει τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα του ασφαλιστικού προϊόντος.
- Ιδιαίτερα σημαντική για τις ασφαλίσεις ζωής είναι η πληροφόρηση που υποχρεωτικά πλέον παρέχεται κατά το προσυμβατικό στάδιο για το συνολικό κόστος της σύναψης της ασφάλισης, δηλ. τα έξοδα πρόσκτησης, καθώς και για τα διαχειριστικά και λειτουργικά έξοδα που επιβάλλονται κατά τη διάρκεια της σύμβασης. Οι καταναλωτές δεν έχουν μέχρι σήμερα καμία ενημέρωση για το γεγονός ότι ένα σημαντικό μέρος από το ποσόν που καταβάλλουν (όπως και για το ύψος αυτού) στην πραγματικότητα δεν αποταμιεύεται αφού χρησιμοποιείται για την κάλυψη διαφόρων εξόδων ή αμοιβών (διαμεσολαβούντων, ασφαλιστικής εταιρείας κλπ.). Το αποτέλεσμα είναι να μην αναπτύσσεται ανταγωνισμός για το κόστος της ασφάλισης από τον οποίο θα μπορούσε να επωφεληθεί ο καταναλωτής.
- Εισάγεται για την ασφαλιστική επιχείρηση η υποχρέωση της προσυμβατικής αξιολόγησης της καταλληλότητας της ασφάλισης ζωής για τον λήπτη της ασφάλισης, προκειμένου να ενημερώνεται ο ασφαλισμένος αν η ασφάλιση συνάδει με τους στόχους και τις προσδοκίες του αλλά και για τις δυνατότητές του να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις που αναλαμβάνει.
- Ενσωματώνονται προστατευτικές δικλίδες που ισχύουν για τις συμβάσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και στις ασφαλιστικές συμβάσεις στο βαθμό που αυτές αφορούν προϊόντα συνδεδεμένα με επενδύσεις. Οι ασφαλιστικές εταιρείες υποχρεούνται να προβαίνουν πλέον σε προσυμβατική αξιολόγηση του επενδυτικού χαρακτήρα, των επενδυτικών αναγκών και των επενδυτικών ιδιαιτεροτήτων του ενδιαφερόμενου λήπτη της ασφάλισης. Η αξιολόγηση αυτή επιτρέπει στις ασφαλιστικές εταιρείες την ένταξη του λήπτη της ασφάλισης στο επενδυτικό - ασφαλιστικό πρόγραμμα που αυτός πραγματικά χρειάζεται αλλά και σε πρόγραμμα στις υποχρεώσεις του οποίου μπορεί να ανταπεξέλθει.
- Προς ενίσχυση της προστασίας εκείνων που αγοράζουν ασφαλιστικά προϊόντα συνδεδεμένα με επενδύσεις εισάγεται η υποχρέωση των ασφαλιστικών εταιρειών να συμμορφώνονται σε οργανωτικές υποχρεώσεις των ΑΕΠΕΥ. Έτσι η επενδυτική τους στρατηγική και συμπεριφορά είναι ελέγξιμες χωρίς να ενέχουν κινδύνους, ενώ εξασφαλίζεται η αποφυγή σύγκρουσης συμφερόντων, προκειμένου να προστατευθούν επαρκώς τα συμφέροντα των επενδυτών. Επίσης, οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές υποχρεώνονται σε πιστοποίηση γνώσεων και ικανοτήτων, προκειμένου να προωθούν επενδυτικά ασφαλιστικά προϊόντα, των οποίων την προώθηση και παρουσίαση μπορούν να υποστηρίξουν χωρίς να θέτουν σε κίνδυνο τα συμφέροντα του ενδιαφερόμενου λήπτη της ασφάλισης.
- Θεσπίζονται υποχρεώσεις ελάχιστης ενημέρωσης για τις διαφημίσεις προκειμένου να αποτρέπονται ανακριβείς εντυπώσεις για το ασφαλιστικό προϊόν.
- Λαμβάνεται ιδιαίτερη μέριμνα για τη διαφάνεια των παραδειγμάτων αποδόσεων που χρησιμοποιούνται για την απλουστευμένη παρουσίαση της ασφάλισης. Αυτά θα πρέπει να υπακούουν σε ορισμένες ελάχιστες τυπικές προϋποθέσεις, ώστε να μην εκλαμβάνονται ως υποσχέσεις αποδόσεων. Για να μην δημιουργούνται ανακριβείς εντυπώσεις σχετικά με τον υποθετικό χαρακτήρα των αποδόσεων, αυτές θα πρέπει να παρατίθενται διακριτά από την περιγραφή της παροχής και δεν επιτρέπεται να περιλαμβάνονται στο ασφαλιστήριο. Σε περίπτωση παράθεσης ενδεικτικών πινάκων επί ασφαλίσεων που ενέχουν κίνδυνο απώλειας κεφαλαίου, ο ενδεικτικός πίνακας με θετικές αποδόσεις, θα πρέπει να συνοδεύεται και από την απαισιόδοξη εκδοχή της απώλειας κεφαλαίου.
- Θεσπίζονται ρητές υποχρεώσεις ενημέρωσης του ασφαλισμένου κατά τη διάρκεια της σύμβασης. Η ασφαλιστική εταιρεία θα πρέπει να κρατά ενήμερο τον λήπτη της ασφάλισης για όλες τις εξελίξεις ή τις μεταβολές που τον ενδιαφέρουν. Θα πρέπει έτσι να τον ενημερώνει κάθε χρόνο για το ποσοστό και το ποσόν της υπεραπόδοσης, το συσσωρευμένο κεφάλαιο, το ποσόν απόδοσης από τις επανεπενδύσεις, την αξία εξαγοράς κ. α.. Θα πρέπει να τον ενημερώνει πως επιμερίζεται το ετήσιο ασφάλιστρο, ποιο ποσόν αντιστοιχεί σε κάθε παροχή.
- Το κόστος πρόσκτησης της ασφάλισης, τα διαχειριστικά έξοδα και η συμμετοχή του λήπτη της ασφάλισης στις υπεραποδόσεις θα πρέπει πλέον να περιλαμβάνεται στο ίδιο το ασφαλιστήριο. Η παράλειψη τήρησης των υποχρεώσεων αυτών θεμελιώνει αξίωση του λήπτη της ασφάλισης για επιστροφή του ποσού που αντιστοιχεί στα αποσιωπηθέντα έξοδα και την πλήρη συμμετοχή του στην υπεραπόδοση.
- Καθιερώνεται ρητά η ευθύνη των διαμεσολαβούντων για τη συλλογή των αναγκαίων πληροφοριών από τον λήπτη της ασφάλισης, τη διαβίβασή τους στον ασφαλιστή, την ορθή ενημέρωση του λήπτη της ασφάλισης, την ενημέρωση πριν από κάθε εξαγορά ή μεταφορά της ασφάλισης για τα μειονεκτήματα που αυτή συνεπάγεται κ. α. Για την παραβίαση ωστόσο συγκεκριμένων υποχρεώσεων του διαμεσολαβούντα καθίσταται συνυπεύθυνη και η ασφαλιστική εταιρεία, εκτός αν αυτή αποδείξει την έλλειψη υπαιτιότητάς της.
- Η ασφάλιση αποκτά αξία εξαγοράς ήδη από το πρώτο έτος. Κατά την ισχύουσα σήμερα πρακτική σε περίπτωση άσκησης συμψηφίζονται προκαταβολικά τα έξοδα πρόσκτησης της ασφάλισης με αποτέλεσμα το ασφαλιστήριο να αποκτά αξία εξαγοράς από το τρίτο έτος και αυτή μάλιστα να είναι ιδιαίτερα μικρή σε σχέση με τα καταβληθέντα προς αποταμίευση ασφάλιστρα. Πλέον με τις ρυθμίσεις του σχεδίου νόμου ο συμψηφισμός των εξόδων πρόσκτησης με τα καταβαλλόμενα ασφάλιστρα δεν μπορεί να υπερβαίνει κατά το πρώτο έτος το 40% του ασφαλίστρου, ενώ τα υπόλοιπα έξοδα αποσβένονται ισομερώς στα δέκα έτη που ακολουθούν. Έτσι, η ασφάλιση θα έχει σημαντική αξία εξαγοράς ήδη από το πρώτο έτος. Εξάλλου, τυχόν ποινή σε περίπτωση άσκησης του δικαιώματος εξαγοράς θα πρέπει πλέον να συμφωνείται ρητά και να εμπεριέχεται στο ασφαλιστήριο.
- Ενισχύεται η θέση των διαμεσολαβούντων απέναντι στις ασφαλιστικές εταιρείες όσον αφορά τις απαιτήσεις των προμηθειών τους από τις συμβάσεις για τις οποίες διαμεσολάβησαν. Διασφαλίζεται το δικαίωμά τους να εισπράττουν προμήθεια στις ασφαλίσεις του κλάδου ζωής για μία δεκαετία από τη λύση της συνεργασίας τους με την ασφαλιστική εταιρεία, ώστε να μπορεί να λειτουργήσει απερίσπαστα και η κατανομή και απόσβεση των εξόδων πρόσκτησης σε μακρύτερη διάρκεια. Σε περίπτωση που η εξυπηρέτηση της ασφάλισης γίνεται από άλλον ασφαλιστή αυτός δικαιούται το 25% της ετήσιας προμήθειας.
- Καθίστανται πλέον διαφανής ο τρόπος αναπροσαρμογής του ασφαλίστρου στις νοσοκομειακές καλύψεις και αποτρέπονται τα φαινόμενα αλόγιστων αυξήσεων και αιφνιδιασμού των καταναλωτών. Οι όροι της σύμβασης πρέπει να προσφέρουν στον καταναλωτή επαρκή γνώση των οικονομικών επιβαρύνσεων που αυτός αναλαμβάνει. Η ασφαλιστική εταιρεία οφείλει να καθορίζει υποχρεωτικά με τη σύμβαση τα κριτήρια και τους δείκτες που θα λαμβάνει υπόψη για την αναπροσαρμογή των ασφαλίστρων. Σε περίπτωση που επιλεγούν περισσότεροι του ενός δείκτες πρέπει να σταθμίζεται η συμμετοχή του καθενός στη συνολική διαμόρφωση της μεταβολής του ασφαλίστρου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο διασφαλίζεται στον ασφαλιστή η δυνατότητα να προσαρμόζει το ασφάλιστρο στις μεταβολές που το επηρεάζουν, συγχρόνως όμως ο λήπτης της ασφάλισης γνωρίζει κατά το χρόνο σύναψης της ασφάλισης κάτω υπό ποιες προϋποθέσεις αυξάνεται το ασφάλιστρο, μπορεί να ελέγχει με βάση τα κριτήρια και τους δείκτες το δικαιολογημένο του ύψους της αναπροσαρμογής και αποτρέπεται ο αιφνιδιασμός του κατά τη διάρκεια της σύμβασης με δυσανάλογες αυξήσεις. Για την καλύτερη κατανόηση του τρόπου αναπροσαρμογής η ασφαλιστική επιχείρηση εκθέτει παράδειγμα με εφαρμογή του τρόπου υπολογισμού.
- Σε περίπτωση πώλησης προγραμμάτων νοσοκομειακής κάλυψης ετήσιας διάρκειας ο λήπτης της ασφάλισης ενημερώνεται προσυμβατικά και με το ασφαλιστήριο για τα μειονεκτήματα που αυτή έχει απέναντι στις μακροχρόνιες ασφαλίσεις.
- Θεσπίζονται κανόνες διαφάνειας για τις χρεώσεις των υπηρεσιών ιδιωτικής νοσηλείας που διασφαλίζουν την έγκαιρη ενημέρωση των ασθενών, αποτρέπουν αθέμιτες πρακτικές τεχνητής πρόκλησης ή διόγκωσης του κόστους νοσηλείας και τον οικονομικό αιφνιδιασμό των παραγόντων που συμμετέχουν στην κάλυψη του κόστους (καταναλωτών, ασφαλιστικών εταιρειών) και προάγουν την τεκμηρίωση των πραγματοποιούμενων δαπανών. Δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι το πρόσθετο κόστος που προκαλείται από αθέμιτες πρακτικές, μετακυλίεται τελικά μέσα από την αύξηση των ασφαλίστρων σε όλους τους καταναλωτές, όχι δηλαδή μόνο στους ασθενείς αλλά και σε όλους εκείνους που είναι ασφαλισμένοι και δεν χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες αυτές.
- Καταργείται το καθεστώς που επέτρεπε να ισχύουν οι γενικοί όροι ασφαλίσεως (ψιλά γράμματα), ακόμη και στην περίπτωση που δεν δόθηκε η δυνατότητα στον καταναλωτή να λάβει γνώση αυτών. Κατά τα ισχύοντα σήμερα η μη άσκηση του δικαιώματος εναντίωσης από τον καταναλωτή μέσα σε δέκα πέντε ημέρες από την παράδοση του ασφαλιστηρίου, συνεπάγεται την αποδοχή και ισχύ των όρων αυτών. Πλέον, γενικοί όροι ασφαλίσεως που δεν χορηγήθηκαν δεν δεσμεύουν τον καταναλωτή, η ασφάλιση ωστόσο ισχύει και το κενό που ανακύπτει καλύπτεται με βάση τις επιταγές της καλής πίστης και τις δικαιολογημένες προσδοκίες του καταναλωτή.
- Για να αποτραπούν φαινόμενα αδικαιολόγητων καθυστερήσεων στην καταβολή των ασφαλιστικών αποζημιώσεων, ιδίως μάλιστα στις περιπτώσεις των μικρών αποζημιώσεων όπου οι δικαιούχοι, ενόψει του δυσανάλογου δικαστικού κόστους, εκτίθενται σε πιέσεις για παραίτηση από μέρος αυτών, θεσπίζονται ελάχιστα ποσά για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υφίσταται ο δικαιούχος από την παραβίαση της υποχρέωσης για έγκαιρη καταβολή του ασφαλίσματος.
- Στην περίπτωση των ομαδικών ασφαλιστηρίων εκείνος που επιθυμεί την ένταξή του σε ομαδική ασφάλιση δεν αντιμετωπίζεται σήμερα ως λήπτης της ασφάλισης, καθώς συμβαλλόμενος με τον ασφαλιστή είναι ο τρίτος που συμφωνεί την ασφαλιστική σύμβαση, με αποτέλεσμα να μην διασφαλίζονται επαρκώς τα αντίστοιχα δικαιώματα ενημέρωσης. Για το λόγο αυτό θεσπίζονται για το συμβαλλόμενο τρίτο υποχρεώσεις προς τον συμμετέχοντα στην ομαδική ασφάλιση που διασφαλίζουν την πλήρη ενημέρωση για το περιεχόμενο της ασφαλιστικής σύμβασης που τον αφορά, ενώ προβλέπεται η χορήγηση βεβαίωσης ασφάλισης με τα στοιχεία της ασφαλιστικής σύμβασης και των γενικών όρων ασφαλίσεως που τον αφορούν.
- Σε περίπτωση που έχει γίνει εκχώρηση του ασφαλίσματος σε τρίτο και ο τρίτος αδρανεί για δεκαοκτώ μήνες να εγείρει τις αξιώσεις από την ασφαλιστική σύμβαση, ο ασφαλισμένος ανακτά το δικαίωμα να απαιτήσει την καταβολή του ασφαλίσματος. Η διάταξη έχει ιδιαίτερη σημασία στις περιπτώσεις πιστωτικών συμβάσεων, όπου ο πιστούχος, μολονότι έχουν πληρωθεί οι προϋποθέσεις για την καταβολή του ασφαλίσματος και συνεπώς για απαλλαγή από τις υποχρεώσεις της πιστωτικής σύμβασης, περιέχεται σε δυσχερή δικονομικά θέση εξαιτίας του γεγονότος ότι το πιστωτικό ίδρυμα αδρανεί να απαιτήσει το ασφάλισμα που του εκχωρήθηκε.
- Η Γενική Γραμματεία Καταναλωτή καθίσταται αρμόδια εποπτική αρχή για την τήρηση της νομοθεσίας που αφορά τη διαφάνεια και την προστασία των δικαιωμάτων των ασφαλισμένων, καλύπτοντας ένα σημαντικό θεσμικό κενό στο ισχύον καθεστώς. Η Τράπεζα της Ελλάδος διατηρεί την εποπτεία του συνόλου του ασφαλιστικού κλάδου σε επίπεδο μακροοικονομικό, στο πεδίο δηλαδή της προστασίας της κεφαλαιακής επάρκειας και φερεγγυότητας των ασφαλιστικών εταιρειών, η δε ΓΓΚ αναπτύσσει την εποπτεία της σε επίπεδο μικροοικονομικό, στην ποιότητα των παρεχομένων υπηρεσιών και στην προστασία των δικαιωμάτων των συναλλασσομένων. Προβλέπεται πλέον η δυνατότητα επιβολής κυρώσεων από τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης για παραβίαση των δικαιωμάτων και των κανόνων προστασίας των ληπτών της ασφάλισης.
«Φιλική» προς τον καταναλωτή επιχειρεί να κάνει την ασφαλιστική νομοθεσία - μετά από τα όσα έχουν συμβεί στη διάρκεια των δύο τριών τελευταίων χρόνων – η γενική γραμματεία Καταναλωτή του υπουργείου Εργασίας γεγονός που έχει προκαλέσει στη διάρκεια των τελευταίων μηνών σφοδρές αντιδράσεις από την Ενωση Ασφαλιστικών Εταιρεία Ελλάδος (ΕΑΕΕ). Τελικώς όμως και μετά από ένα μπαράζ δημόσιων δηλώσεων, τα πνεύματα καταλάγιασαν και η μήνις της ασφαλιστικής αγοράς εκτονώθηκε. Ετσι το νομοσχέδιο που ετοίμασε ο γενικός γραμματέας Καταναλωτή κ. Δ. Σπυράκος με
την πολιτική εποπτεία της υπουργού κυρίας Λούκας Κατσέλη έγινε αποδεκτό στις βασικές του γραμμές από τους ασφαλιστές.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το κείμενο του νομοσχεδίου –που σύντομα αναμένεται να συζητηθεί στο υπουργικό συμβούλιο- η ασφάλιση αποκτά αξία εξαγοράς ήδη από το πρώτο έτος. Κατά την ισχύουσα σήμερα πρακτική, αν ένας ασφαλισμένος θελήσει να εξαγοράσει το συμβόλαιο ζωής που έχει συνάψει με μία ασφαλιστική εταιρεία, «συμψηφίζονται προκαταβολικά τα έξοδα πρόσκτησης της ασφάλισης με αποτέλεσμα το ασφαλιστήριο να αποκτά αξία εξαγοράς από το τρίτο έτος και αυτή μάλιστα να είναι ιδιαίτερα μικρή σε σχέση με τα καταβληθέντα προς αποταμίευση ασφάλιστρα».
Με την προωθούμενη ρύθμιση ο συμψηφισμός των εξόδων πρόσκτησης με τα καταβαλλόμενα ασφάλιστρα δεν μπορεί να υπερβαίνει κατά το πρώτο έτος το 40% του ασφαλίστρου, ενώ τα υπόλοιπα έξοδα αποσβένονται ισομερώς στα δέκα έτη που ακολουθούν. Έτσι, η ασφάλιση θα έχει σημαντική αξία εξαγοράς ήδη από το πρώτο έτος. Εξάλλου, τυχόν ποινή σε περίπτωση άσκησης του δικαιώματος εξαγοράς θα πρέπει πλέον να συμφωνείται ρητά και να εμπεριέχεται στο ασφαλιστήριο.
Επίσης γίνεται πλέον διαφανής ο τρόπος αναπροσαρμογής του ασφαλίστρου στις νοσοκομειακές καλύψεις και αποτρέπονται τα φαινόμενα αλόγιστων αυξήσεων και αιφνιδιασμού των καταναλωτών.
Συγκεκριμένα οι όροι της σύμβασης πρέπει να προσφέρουν στον καταναλωτή επαρκή γνώση των οικονομικών επιβαρύνσεων που αυτός αναλαμβάνει. Η ασφαλιστική εταιρεία οφείλει να καθορίζει υποχρεωτικά με τη σύμβαση τα κριτήρια και τους δείκτες που θα λαμβάνει υπόψη για την αναπροσαρμογή των ασφαλίστρων. Σε περίπτωση που επιλεγούν περισσότεροι του ενός δείκτες πρέπει να σταθμίζεται η συμμετοχή του καθενός στη συνολική διαμόρφωση της μεταβολής του ασφαλίστρου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο διασφαλίζεται στον ασφαλιστή η δυνατότητα να προσαρμόζει το ασφάλιστρο στις μεταβολές που το επηρεάζουν, συγχρόνως όμως ο λήπτης της ασφάλισης γνωρίζει κατά το χρόνο σύναψης της ασφάλισης κάτω υπό ποιες προϋποθέσεις αυξάνεται το ασφάλιστρο, μπορεί να ελέγχει με βάση τα κριτήρια και τους δείκτες το δικαιολογημένο του ύψους της αναπροσαρμογής και αποτρέπεται ο αιφνιδιασμός του κατά τη διάρκεια της σύμβασης με δυσανάλογες αυξήσεις. Για την καλύτερη κατανόηση του τρόπου αναπροσαρμογής η ασφαλιστική επιχείρηση εκθέτει παράδειγμα με εφαρμογή του τρόπου υπολογισμού.
Ακόμη υποχρεώνονται οι ασφαλιστικές εταιρείες να παρέχουν πλήρη και σαφή ενημέρωση στον ασφαλισμένο για όλες τις εξελίξεις ή τις μεταβολές που τον ενδιαφέρουν. Θα πρέπει έτσι να τον ενημερώνει κάθε χρόνο για το ποσοστό και το ποσόν της υπεραπόδοσης, το συσσωρευμένο κεφάλαιο, το ποσόν απόδοσης από τις επανεπενδύσεις, την αξία εξαγοράς κ. α.. Θα πρέπει να τον ενημερώνει πως επιμερίζεται το ετήσιο ασφάλιστρο, ποιο ποσόν αντιστοιχεί σε κάθε παροχή. Το κόστος πρόσκτησης της ασφάλισης, τα διαχειριστικά έξοδα και η συμμετοχή του λήπτη της ασφάλισης στις υπεραποδόσεις θα πρέπει πλέον να περιλαμβάνεται στο ίδιο το ασφαλιστήριο.
Η παράλειψη τήρησης των υποχρεώσεων αυτών θεμελιώνει αξίωση του λήπτη της ασφάλισης για επιστροφή του ποσού που αντιστοιχεί στα αποσιωπηθέντα έξοδα και την πλήρη συμμετοχή του στην υπεραπόδοση.
Και καθιερώνεται ρητά η ευθύνη των διαμεσολαβούντων για τη συλλογή των αναγκαίων πληροφοριών, την ορθή ενημέρωση του ασφαλισμένου, την ενημέρωση πριν από κάθε εξαγορά ή μεταφορά της ασφάλισης για τα μειονεκτήματα που αυτή συνεπάγεται κ. α. Για την παραβίαση ωστόσο συγκεκριμένων υποχρεώσεων του διαμεσολαβούντα καθίσταται συνυπεύθυνη και η ασφαλιστική εταιρεία, εκτός αν αυτή αποδείξει την έλλειψη υπαιτιότητάς της.
Ενώ για να αποτραπούν φαινόμενα αδικαιολόγητων καθυστερήσεων στην καταβολή των ασφαλιστικών αποζημιώσεων, ιδίως μάλιστα στις περιπτώσεις των μικρών αποζημιώσεων όπου οι δικαιούχοι, ενόψει του δυσανάλογου δικαστικού κόστους, εκτίθενται σε πιέσεις για παραίτηση από μέρος αυτών, θεσπίζονται ελάχιστα ποσά για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υφίσταται ο δικαιούχος από την παραβίαση της υποχρέωσης για έγκαιρη καταβολή του ασφαλίσματος.
Οι βασικές ρυθμίσεις του νομοσχεδίου
- Διευρύνονται οι υποχρεώσεις προσυμβατικής ενημέρωσης για όλες τις ασφαλίσεις. Η παρεχόμενη σήμερα πληροφόρηση κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης ασφάλισης δεν διασφαλίζει σαφή εικόνα για το περιεχόμενο της σύμβασης. Δίνεται ιδιαίτερη έμφαση ώστε οι πληροφορίες που παρέχονται προς τους ασφαλισμένους, να είναι απλές, επαρκείς και ευσύνοπτες, ώστε να επιτρέπουν στον ενδιαφερόμενο λήπτη της ασφάλισης να κατανοήσει τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα του ασφαλιστικού προϊόντος.
- Ιδιαίτερα σημαντική για τις ασφαλίσεις ζωής είναι η πληροφόρηση που υποχρεωτικά πλέον παρέχεται κατά το προσυμβατικό στάδιο για το συνολικό κόστος της σύναψης της ασφάλισης, δηλ. τα έξοδα πρόσκτησης, καθώς και για τα διαχειριστικά και λειτουργικά έξοδα που επιβάλλονται κατά τη διάρκεια της σύμβασης. Οι καταναλωτές δεν έχουν μέχρι σήμερα καμία ενημέρωση για το γεγονός ότι ένα σημαντικό μέρος από το ποσόν που καταβάλλουν (όπως και για το ύψος αυτού) στην πραγματικότητα δεν αποταμιεύεται αφού χρησιμοποιείται για την κάλυψη διαφόρων εξόδων ή αμοιβών (διαμεσολαβούντων, ασφαλιστικής εταιρείας κλπ.). Το αποτέλεσμα είναι να μην αναπτύσσεται ανταγωνισμός για το κόστος της ασφάλισης από τον οποίο θα μπορούσε να επωφεληθεί ο καταναλωτής.
- Εισάγεται για την ασφαλιστική επιχείρηση η υποχρέωση της προσυμβατικής αξιολόγησης της καταλληλότητας της ασφάλισης ζωής για τον λήπτη της ασφάλισης, προκειμένου να ενημερώνεται ο ασφαλισμένος αν η ασφάλιση συνάδει με τους στόχους και τις προσδοκίες του αλλά και για τις δυνατότητές του να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις που αναλαμβάνει.
- Ενσωματώνονται προστατευτικές δικλίδες που ισχύουν για τις συμβάσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και στις ασφαλιστικές συμβάσεις στο βαθμό που αυτές αφορούν προϊόντα συνδεδεμένα με επενδύσεις. Οι ασφαλιστικές εταιρείες υποχρεούνται να προβαίνουν πλέον σε προσυμβατική αξιολόγηση του επενδυτικού χαρακτήρα, των επενδυτικών αναγκών και των επενδυτικών ιδιαιτεροτήτων του ενδιαφερόμενου λήπτη της ασφάλισης. Η αξιολόγηση αυτή επιτρέπει στις ασφαλιστικές εταιρείες την ένταξη του λήπτη της ασφάλισης στο επενδυτικό - ασφαλιστικό πρόγραμμα που αυτός πραγματικά χρειάζεται αλλά και σε πρόγραμμα στις υποχρεώσεις του οποίου μπορεί να ανταπεξέλθει.
- Προς ενίσχυση της προστασίας εκείνων που αγοράζουν ασφαλιστικά προϊόντα συνδεδεμένα με επενδύσεις εισάγεται η υποχρέωση των ασφαλιστικών εταιρειών να συμμορφώνονται σε οργανωτικές υποχρεώσεις των ΑΕΠΕΥ. Έτσι η επενδυτική τους στρατηγική και συμπεριφορά είναι ελέγξιμες χωρίς να ενέχουν κινδύνους, ενώ εξασφαλίζεται η αποφυγή σύγκρουσης συμφερόντων, προκειμένου να προστατευθούν επαρκώς τα συμφέροντα των επενδυτών. Επίσης, οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές υποχρεώνονται σε πιστοποίηση γνώσεων και ικανοτήτων, προκειμένου να προωθούν επενδυτικά ασφαλιστικά προϊόντα, των οποίων την προώθηση και παρουσίαση μπορούν να υποστηρίξουν χωρίς να θέτουν σε κίνδυνο τα συμφέροντα του ενδιαφερόμενου λήπτη της ασφάλισης.
- Θεσπίζονται υποχρεώσεις ελάχιστης ενημέρωσης για τις διαφημίσεις προκειμένου να αποτρέπονται ανακριβείς εντυπώσεις για το ασφαλιστικό προϊόν.
- Λαμβάνεται ιδιαίτερη μέριμνα για τη διαφάνεια των παραδειγμάτων αποδόσεων που χρησιμοποιούνται για την απλουστευμένη παρουσίαση της ασφάλισης. Αυτά θα πρέπει να υπακούουν σε ορισμένες ελάχιστες τυπικές προϋποθέσεις, ώστε να μην εκλαμβάνονται ως υποσχέσεις αποδόσεων. Για να μην δημιουργούνται ανακριβείς εντυπώσεις σχετικά με τον υποθετικό χαρακτήρα των αποδόσεων, αυτές θα πρέπει να παρατίθενται διακριτά από την περιγραφή της παροχής και δεν επιτρέπεται να περιλαμβάνονται στο ασφαλιστήριο. Σε περίπτωση παράθεσης ενδεικτικών πινάκων επί ασφαλίσεων που ενέχουν κίνδυνο απώλειας κεφαλαίου, ο ενδεικτικός πίνακας με θετικές αποδόσεις, θα πρέπει να συνοδεύεται και από την απαισιόδοξη εκδοχή της απώλειας κεφαλαίου.
- Θεσπίζονται ρητές υποχρεώσεις ενημέρωσης του ασφαλισμένου κατά τη διάρκεια της σύμβασης. Η ασφαλιστική εταιρεία θα πρέπει να κρατά ενήμερο τον λήπτη της ασφάλισης για όλες τις εξελίξεις ή τις μεταβολές που τον ενδιαφέρουν. Θα πρέπει έτσι να τον ενημερώνει κάθε χρόνο για το ποσοστό και το ποσόν της υπεραπόδοσης, το συσσωρευμένο κεφάλαιο, το ποσόν απόδοσης από τις επανεπενδύσεις, την αξία εξαγοράς κ. α.. Θα πρέπει να τον ενημερώνει πως επιμερίζεται το ετήσιο ασφάλιστρο, ποιο ποσόν αντιστοιχεί σε κάθε παροχή.
- Το κόστος πρόσκτησης της ασφάλισης, τα διαχειριστικά έξοδα και η συμμετοχή του λήπτη της ασφάλισης στις υπεραποδόσεις θα πρέπει πλέον να περιλαμβάνεται στο ίδιο το ασφαλιστήριο. Η παράλειψη τήρησης των υποχρεώσεων αυτών θεμελιώνει αξίωση του λήπτη της ασφάλισης για επιστροφή του ποσού που αντιστοιχεί στα αποσιωπηθέντα έξοδα και την πλήρη συμμετοχή του στην υπεραπόδοση.
- Καθιερώνεται ρητά η ευθύνη των διαμεσολαβούντων για τη συλλογή των αναγκαίων πληροφοριών από τον λήπτη της ασφάλισης, τη διαβίβασή τους στον ασφαλιστή, την ορθή ενημέρωση του λήπτη της ασφάλισης, την ενημέρωση πριν από κάθε εξαγορά ή μεταφορά της ασφάλισης για τα μειονεκτήματα που αυτή συνεπάγεται κ. α. Για την παραβίαση ωστόσο συγκεκριμένων υποχρεώσεων του διαμεσολαβούντα καθίσταται συνυπεύθυνη και η ασφαλιστική εταιρεία, εκτός αν αυτή αποδείξει την έλλειψη υπαιτιότητάς της.
- Η ασφάλιση αποκτά αξία εξαγοράς ήδη από το πρώτο έτος. Κατά την ισχύουσα σήμερα πρακτική σε περίπτωση άσκησης συμψηφίζονται προκαταβολικά τα έξοδα πρόσκτησης της ασφάλισης με αποτέλεσμα το ασφαλιστήριο να αποκτά αξία εξαγοράς από το τρίτο έτος και αυτή μάλιστα να είναι ιδιαίτερα μικρή σε σχέση με τα καταβληθέντα προς αποταμίευση ασφάλιστρα. Πλέον με τις ρυθμίσεις του σχεδίου νόμου ο συμψηφισμός των εξόδων πρόσκτησης με τα καταβαλλόμενα ασφάλιστρα δεν μπορεί να υπερβαίνει κατά το πρώτο έτος το 40% του ασφαλίστρου, ενώ τα υπόλοιπα έξοδα αποσβένονται ισομερώς στα δέκα έτη που ακολουθούν. Έτσι, η ασφάλιση θα έχει σημαντική αξία εξαγοράς ήδη από το πρώτο έτος. Εξάλλου, τυχόν ποινή σε περίπτωση άσκησης του δικαιώματος εξαγοράς θα πρέπει πλέον να συμφωνείται ρητά και να εμπεριέχεται στο ασφαλιστήριο.
- Ενισχύεται η θέση των διαμεσολαβούντων απέναντι στις ασφαλιστικές εταιρείες όσον αφορά τις απαιτήσεις των προμηθειών τους από τις συμβάσεις για τις οποίες διαμεσολάβησαν. Διασφαλίζεται το δικαίωμά τους να εισπράττουν προμήθεια στις ασφαλίσεις του κλάδου ζωής για μία δεκαετία από τη λύση της συνεργασίας τους με την ασφαλιστική εταιρεία, ώστε να μπορεί να λειτουργήσει απερίσπαστα και η κατανομή και απόσβεση των εξόδων πρόσκτησης σε μακρύτερη διάρκεια. Σε περίπτωση που η εξυπηρέτηση της ασφάλισης γίνεται από άλλον ασφαλιστή αυτός δικαιούται το 25% της ετήσιας προμήθειας.
- Καθίστανται πλέον διαφανής ο τρόπος αναπροσαρμογής του ασφαλίστρου στις νοσοκομειακές καλύψεις και αποτρέπονται τα φαινόμενα αλόγιστων αυξήσεων και αιφνιδιασμού των καταναλωτών. Οι όροι της σύμβασης πρέπει να προσφέρουν στον καταναλωτή επαρκή γνώση των οικονομικών επιβαρύνσεων που αυτός αναλαμβάνει. Η ασφαλιστική εταιρεία οφείλει να καθορίζει υποχρεωτικά με τη σύμβαση τα κριτήρια και τους δείκτες που θα λαμβάνει υπόψη για την αναπροσαρμογή των ασφαλίστρων. Σε περίπτωση που επιλεγούν περισσότεροι του ενός δείκτες πρέπει να σταθμίζεται η συμμετοχή του καθενός στη συνολική διαμόρφωση της μεταβολής του ασφαλίστρου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο διασφαλίζεται στον ασφαλιστή η δυνατότητα να προσαρμόζει το ασφάλιστρο στις μεταβολές που το επηρεάζουν, συγχρόνως όμως ο λήπτης της ασφάλισης γνωρίζει κατά το χρόνο σύναψης της ασφάλισης κάτω υπό ποιες προϋποθέσεις αυξάνεται το ασφάλιστρο, μπορεί να ελέγχει με βάση τα κριτήρια και τους δείκτες το δικαιολογημένο του ύψους της αναπροσαρμογής και αποτρέπεται ο αιφνιδιασμός του κατά τη διάρκεια της σύμβασης με δυσανάλογες αυξήσεις. Για την καλύτερη κατανόηση του τρόπου αναπροσαρμογής η ασφαλιστική επιχείρηση εκθέτει παράδειγμα με εφαρμογή του τρόπου υπολογισμού.
- Σε περίπτωση πώλησης προγραμμάτων νοσοκομειακής κάλυψης ετήσιας διάρκειας ο λήπτης της ασφάλισης ενημερώνεται προσυμβατικά και με το ασφαλιστήριο για τα μειονεκτήματα που αυτή έχει απέναντι στις μακροχρόνιες ασφαλίσεις.
- Θεσπίζονται κανόνες διαφάνειας για τις χρεώσεις των υπηρεσιών ιδιωτικής νοσηλείας που διασφαλίζουν την έγκαιρη ενημέρωση των ασθενών, αποτρέπουν αθέμιτες πρακτικές τεχνητής πρόκλησης ή διόγκωσης του κόστους νοσηλείας και τον οικονομικό αιφνιδιασμό των παραγόντων που συμμετέχουν στην κάλυψη του κόστους (καταναλωτών, ασφαλιστικών εταιρειών) και προάγουν την τεκμηρίωση των πραγματοποιούμενων δαπανών. Δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι το πρόσθετο κόστος που προκαλείται από αθέμιτες πρακτικές, μετακυλίεται τελικά μέσα από την αύξηση των ασφαλίστρων σε όλους τους καταναλωτές, όχι δηλαδή μόνο στους ασθενείς αλλά και σε όλους εκείνους που είναι ασφαλισμένοι και δεν χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες αυτές.
- Καταργείται το καθεστώς που επέτρεπε να ισχύουν οι γενικοί όροι ασφαλίσεως (ψιλά γράμματα), ακόμη και στην περίπτωση που δεν δόθηκε η δυνατότητα στον καταναλωτή να λάβει γνώση αυτών. Κατά τα ισχύοντα σήμερα η μη άσκηση του δικαιώματος εναντίωσης από τον καταναλωτή μέσα σε δέκα πέντε ημέρες από την παράδοση του ασφαλιστηρίου, συνεπάγεται την αποδοχή και ισχύ των όρων αυτών. Πλέον, γενικοί όροι ασφαλίσεως που δεν χορηγήθηκαν δεν δεσμεύουν τον καταναλωτή, η ασφάλιση ωστόσο ισχύει και το κενό που ανακύπτει καλύπτεται με βάση τις επιταγές της καλής πίστης και τις δικαιολογημένες προσδοκίες του καταναλωτή.
- Για να αποτραπούν φαινόμενα αδικαιολόγητων καθυστερήσεων στην καταβολή των ασφαλιστικών αποζημιώσεων, ιδίως μάλιστα στις περιπτώσεις των μικρών αποζημιώσεων όπου οι δικαιούχοι, ενόψει του δυσανάλογου δικαστικού κόστους, εκτίθενται σε πιέσεις για παραίτηση από μέρος αυτών, θεσπίζονται ελάχιστα ποσά για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υφίσταται ο δικαιούχος από την παραβίαση της υποχρέωσης για έγκαιρη καταβολή του ασφαλίσματος.
- Στην περίπτωση των ομαδικών ασφαλιστηρίων εκείνος που επιθυμεί την ένταξή του σε ομαδική ασφάλιση δεν αντιμετωπίζεται σήμερα ως λήπτης της ασφάλισης, καθώς συμβαλλόμενος με τον ασφαλιστή είναι ο τρίτος που συμφωνεί την ασφαλιστική σύμβαση, με αποτέλεσμα να μην διασφαλίζονται επαρκώς τα αντίστοιχα δικαιώματα ενημέρωσης. Για το λόγο αυτό θεσπίζονται για το συμβαλλόμενο τρίτο υποχρεώσεις προς τον συμμετέχοντα στην ομαδική ασφάλιση που διασφαλίζουν την πλήρη ενημέρωση για το περιεχόμενο της ασφαλιστικής σύμβασης που τον αφορά, ενώ προβλέπεται η χορήγηση βεβαίωσης ασφάλισης με τα στοιχεία της ασφαλιστικής σύμβασης και των γενικών όρων ασφαλίσεως που τον αφορούν.
- Σε περίπτωση που έχει γίνει εκχώρηση του ασφαλίσματος σε τρίτο και ο τρίτος αδρανεί για δεκαοκτώ μήνες να εγείρει τις αξιώσεις από την ασφαλιστική σύμβαση, ο ασφαλισμένος ανακτά το δικαίωμα να απαιτήσει την καταβολή του ασφαλίσματος. Η διάταξη έχει ιδιαίτερη σημασία στις περιπτώσεις πιστωτικών συμβάσεων, όπου ο πιστούχος, μολονότι έχουν πληρωθεί οι προϋποθέσεις για την καταβολή του ασφαλίσματος και συνεπώς για απαλλαγή από τις υποχρεώσεις της πιστωτικής σύμβασης, περιέχεται σε δυσχερή δικονομικά θέση εξαιτίας του γεγονότος ότι το πιστωτικό ίδρυμα αδρανεί να απαιτήσει το ασφάλισμα που του εκχωρήθηκε.
- Η Γενική Γραμματεία Καταναλωτή καθίσταται αρμόδια εποπτική αρχή για την τήρηση της νομοθεσίας που αφορά τη διαφάνεια και την προστασία των δικαιωμάτων των ασφαλισμένων, καλύπτοντας ένα σημαντικό θεσμικό κενό στο ισχύον καθεστώς. Η Τράπεζα της Ελλάδος διατηρεί την εποπτεία του συνόλου του ασφαλιστικού κλάδου σε επίπεδο μακροοικονομικό, στο πεδίο δηλαδή της προστασίας της κεφαλαιακής επάρκειας και φερεγγυότητας των ασφαλιστικών εταιρειών, η δε ΓΓΚ αναπτύσσει την εποπτεία της σε επίπεδο μικροοικονομικό, στην ποιότητα των παρεχομένων υπηρεσιών και στην προστασία των δικαιωμάτων των συναλλασσομένων. Προβλέπεται πλέον η δυνατότητα επιβολής κυρώσεων από τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης για παραβίαση των δικαιωμάτων και των κανόνων προστασίας των ληπτών της ασφάλισης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου