γράφει η Αριστούλα Ελληνούδη
«Εψόφισ’ ο Λοκάνικος,/ ψυχομαχάει ο Τύρος./ Κι η Βρούβα νη παλιόβρουβα/ στέκεται στην καβάλα/ να πέσει στην τσουκάλα», τραγουδούσαν, σαν σήμερα, τρώγοντας και πίνοντας οι καρναβαλιστές στην Πελοπόννησο. Στη Φθιώτιδα, στο γιορτάσι της Τυρινής, τραγουδιόταν και το τραγούδι της Καθαρής Δευτέρας: «Τ’ ακότε τι παράγγειλεν η Καθαρή Δευτέρα;/ Πέθανε ο Κρέος, πέθανε, ψυχομαχάει ο Τύρος,/ σηκώνει ο Πράσος την ουρά κι ο Κρέμμυδος τα γένια./ Μπαλώστε τα σακούλια σας, τροχίστε τα λεπίδια/ και στον τρανό τον πλάτανο να μάσουμε στεκούδια».
Αυτά τα λέγαν τότε, που το καρναβάλι δεν ήταν «πολιτιστική» βιτρίνα δήμων και μπίζνα διαφημιζόμενων εταιριών, εμπόρων μαζικής παραγωγής τυποποιημένων καρναβαλίστικων κοστουμιών, εταιριών μηχανημάτων ήχου, κλπ., κλπ. Τα λέγαν, τότε, που καρναβάλι σήμαινε δημιουργικό, αυθεντικά λαϊκό, γνήσιο ελληνικό γλέντι κι όχι «μαϊμού» που δηλώνεται «εφάμιλλο» του καρναβαλιού του μακρινού Ρίο.
Τα παραδοσιακά καρναβαλίστικα έθιμά μας έρχονταν από τα βάθη των αιώνων και συνέθεταν έναν Υμνο για την άνοιξη της φύσης και της ζωής. Ο λαός μας μπορούσε να γλεντά τον ερχομό της νιας