Στη μεγάλη οικονομική κρίση που βιώνουμε, συναθροίζονται πολλές προϋπάρχουσες «υπο–κρίσεις», με βασικότερη όλων το συντεχνιασμό και την εκτεταμένη, αλλά και ιδιότυπη, ανομία, σε όλο το φάσμα της δημόσιας ζωής. Για δεκαετίες, μια σειρά αποφάσεων, επιλογών, κατευθύνσεων, προτεραιοτήτων και ιεραρχήσεων δεν υπήρξαν προϊόν δημοκρατικής σύνθεσης στην υπηρεσία του συλλογικού συμφέροντος. Αντίθετα, επρόκειτο για ωμή επιβολή του κορπορατισμού, όπως εκφραζόταν μέσα από την πρακτική δυναμικών μειοψηφιών. Ομάδες πίεσης επιδίωκαν, με το «έτσι θέλω», την εξυπηρέτηση των συμφερόντων συγκεκριμένων τμημάτων της κοινωνίας και διαμόρφωναν, με την ανοχή ή και την εύνοια του πολιτικού συστήματος, στα μέτρα τους τη δημόσια πολιτική. Το υψηλό κόστος αυτών των αποφάσεων για το κοινωνικό σύνολο δεν το προσμετρούσε κανένας, διότι η μεγάλη πλειοψηφία παρέμενε σιωπηλή, αφού πρόσκαιρα υπήρχαν τα περιθώρια του ανεξέλεγκτου δανεισμού και το πολιτικό σύστημα έκλεινε εύκολες και πάντως εκλογικά προσοδοφόρες συμφωνίες, χωρίς φυσικά κανένα σχεδιασμό, αλλά και την οποιαδήποτε συνείδηση των συνεπειών.
Μέσα από τέτοιου είδους κοινωνικο-πολιτικές διεργασίες, και με τη λογική «τα θέλουμε όλα δικά μας», φθάσαμε στην περιφρόνηση κάθε έννοιας Δικαιοσύνης και δημόσιου συμφέροντος και στη de facto επιβολή του κανόνα: κατάληψη στο σχολείο, και ενίοτε καταστροφή του, κατάληψη στο