«Η συμφωνία που επιτεύχθηκε στις Βρυξέλλες δεν είναι αρκετά φιλόδοξη ούτε αρκετά λεπτομερής. Για το κούρεμα του ελληνικού χρέους, για παράδειγμα, θα απαιτηθούν κι άλλες διαπραγματεύσεις με τις τράπεζες. Το ποσό που θα χρειαστεί για τη μόχλευση του EFSF δεν είναι σαφές από πού θα βρεθεί. Και ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας εξακολουθεί να είναι απροσδιόριστος».
Αυτά λέει σε συνέντευξή του στη Λιμπερασιόν ο γάλλος οικονομολόγος και καθηγητής Αλεξάντρ Ντελέγκ. «Οι ευρωπαίοι ηγέτες απλώς κέρδισαν χρόνο», τονίζει. «Είναι βέβαια αλήθεια ότι η απουσία συμφωνίας θα ήταν χειρότερη».
Όπως λέει ο Ντελέγκ, «δεν κοστίζει τίποτα να λέει κάποιος ότι μερικές αναδυόμενες χώρες θα αγοράσουν τίτλους του ΕΤΧΣ. Αυτά όμως είναι απλώς εξαγγελίες. Στην πράξη, δεν είναι σίγουρο ότι θα το κάνουν.
Για να γίνει αυτό, θα πρέπει τα κράτη να εγγυώνται την ικανότητα δανεισμού του ΕΤΧΣ, κάτι που δεν είναι εύκολο με δεδομένη την κατάστασή τους. Από την άλλη πλευρά, η Κίνα έχει συμφέρον να
βοηθήσει την Ευρώπη για να προστατεύσει την εξαγωγική της βιομηχανία».
Θα ήταν χρήσιμο να επιτραπεί στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να τυπώσει χρήμα προκειμένου να ανακουφιστούν τα κράτη; «Το πρόβλημα με τα Ταμεία είναι απλό: υπάρχουν συνθήκες που τους απαγορεύουν να δανείζουν τα κράτη. Μια κίνηση σε αυτή την κατεύθυνση θα έλυνε όμως το ελληνικό πρόβλημα.
Θα ήταν αρκετό να πει η ΕΚΤ ότι δεν θα επιτρέψει να αυξηθούν αλόγιστα τα επιτόκια του χρέους των μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών. Αλλά οι συνθήκες δεν το επιτρέπουν.
Επιπλέον, οι αποφάσεις της ΕΚΤ λαμβάνονται από ένα συμβούλιο που η πλειοψηφία των μελών του είναι πεισμένοι ότι ο ρόλος τους δεν είναι να δανείζουν χρήματα».
Το πρόβλημα είναι ότι η Ευρώπη δεν διαθέτει τα μέσα για να κάνει αυτά που εξαγγέλλει, συνεχίζει ο γάλλος οικονομολόγος.
Κι όταν ανακοινώνεις πράγματα χωρίς να έχεις τα μέσα για να τα φέρεις σε πέρας, το φάρμακο μπορεί να αποδειχθεί χειρότερο από την ασθένεια. Είναι σαν να μπαίνεις σε ένα μπαρ με ένα πιστόλι για να σταματήσεις έναν καυγά, κι όταν πατάς τη σκανδάλη να βγαίνει ένα σημαιάκι…
Ποια θα ήταν λοιπόν η ιδανική συμφωνία; «Δεν υπάρχει ιδανική συμφωνία. Κάθε μέρα, δεκάδες άρθρα προσπαθούν να εξηγήσουν, αντιφάσκοντας συχνά το ένα με το άλλο, πώς θα σωθεί η ευρωζώνη.
Μπορεί να φανταστεί κανείς διάφορες λύσεις: ότι η ΕΕ και η ευρωζώνη, για παράδειγμα, πρέπει να μετατραπούν σε Ηνωμένες Πολιτείες με ένα κεντρικό δημοκρατικό κράτος, τοπικά κράτη χωρίς κυριαρχία και μια κεντρική τράπεζα στα πρότυπα της FED.
Το ερώτημα δεν είναι όμως πού πρέπει να πάμε, αλλά πώς θα πάμε εκεί, με δεδομένη την ύπαρξη διαφόρων λογικών εθνικής κυριαρχίας.
Κάθε ηγέτης θέλει να μην καταρρεύσει το σύστημα, αλλά και να μην υποστεί η δική του χώρα τις μεγαλύτερες συνέπειες. Πρέπει λοιπόν να βρεθεί ένας νέος θεσμικός μηχανισμός.
Το ιδανικό θα ήταν ένα σύστημα όπου τα κράτη δεσμεύονται με αξιόπιστο τρόπο να μην υπερχρεώνονται και όπου η ΕΚΤ δεσμεύεται με αξιόπιστο τρόπο να αποτελεί τον ύστατο δανειστή».
Σε κάθε περίπτωση --σημειώνει ο Λάρι Έλιοτ στην Γκάρντιαν-- ακόμη κι αν λυθεί η κρίση της ευρωζώνης, παραμένει μια ακόμη μεγαλύτερη πρόκληση: πώς θα αρχίσουν πάλι να κινούνται οι οικονομίες της ευρωζώνης. Η κρίση χρέους της Ευρώπης είναι στην πραγματικότητα μια κρίση ανάπτυξης και απασχόλησης.
Όπως αναμένεται, δεν υπάρχει συναίνεση για το πώς μπορεί να επιταχυνθεί η ανάπτυξη. Η Γερμανία θα ήθελε να γίνουν όλοι Γερμανοί, ώστε να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα και η αποτελεσματικότητα και να μειωθούν τα κόστη.
Οι χώρες της ευρωζώνης δεν μπορούν να υποτιμήσουν το νόμισμά τους, μπορούν όμως να προχωρήσουν σε μια εσωτερική υποτίμηση, μειώνοντας τους μισθούς και τις δημόσιες δαπάνες. Η Λετονία και η Ιρλανδία το έκαναν. Η Γερμανία λοιπόν αναρωτιέται: γιατί να μην το κάνουν και η Ελλάδα και η Ιταλία;
Υπάρχουν όμως προβλήματα με αυτή τη στρατηγική. Οι περικοπές στη Λετονία και την Ιρλανδία έγιναν ύστερα από περιόδους υψηλής ανάπτυξης.
Επιπλέον, το μοντέλο λειτουργεί μόνο όταν μερικές μόνο χώρες ακολουθούν προγράμματα λιτότητας. Αν όλες οι χώρες εφαρμόζουν μια τέτοια πολιτική, τότε η ζήτηση μειώνεται και δεν υπάρχει αγορά για φτηνά προϊόντα και υπηρεσίες.
Αυτά λέει σε συνέντευξή του στη Λιμπερασιόν ο γάλλος οικονομολόγος και καθηγητής Αλεξάντρ Ντελέγκ. «Οι ευρωπαίοι ηγέτες απλώς κέρδισαν χρόνο», τονίζει. «Είναι βέβαια αλήθεια ότι η απουσία συμφωνίας θα ήταν χειρότερη».
Όπως λέει ο Ντελέγκ, «δεν κοστίζει τίποτα να λέει κάποιος ότι μερικές αναδυόμενες χώρες θα αγοράσουν τίτλους του ΕΤΧΣ. Αυτά όμως είναι απλώς εξαγγελίες. Στην πράξη, δεν είναι σίγουρο ότι θα το κάνουν.
Για να γίνει αυτό, θα πρέπει τα κράτη να εγγυώνται την ικανότητα δανεισμού του ΕΤΧΣ, κάτι που δεν είναι εύκολο με δεδομένη την κατάστασή τους. Από την άλλη πλευρά, η Κίνα έχει συμφέρον να
βοηθήσει την Ευρώπη για να προστατεύσει την εξαγωγική της βιομηχανία».
Θα ήταν χρήσιμο να επιτραπεί στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να τυπώσει χρήμα προκειμένου να ανακουφιστούν τα κράτη; «Το πρόβλημα με τα Ταμεία είναι απλό: υπάρχουν συνθήκες που τους απαγορεύουν να δανείζουν τα κράτη. Μια κίνηση σε αυτή την κατεύθυνση θα έλυνε όμως το ελληνικό πρόβλημα.
Θα ήταν αρκετό να πει η ΕΚΤ ότι δεν θα επιτρέψει να αυξηθούν αλόγιστα τα επιτόκια του χρέους των μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών. Αλλά οι συνθήκες δεν το επιτρέπουν.
Επιπλέον, οι αποφάσεις της ΕΚΤ λαμβάνονται από ένα συμβούλιο που η πλειοψηφία των μελών του είναι πεισμένοι ότι ο ρόλος τους δεν είναι να δανείζουν χρήματα».
Το πρόβλημα είναι ότι η Ευρώπη δεν διαθέτει τα μέσα για να κάνει αυτά που εξαγγέλλει, συνεχίζει ο γάλλος οικονομολόγος.
Κι όταν ανακοινώνεις πράγματα χωρίς να έχεις τα μέσα για να τα φέρεις σε πέρας, το φάρμακο μπορεί να αποδειχθεί χειρότερο από την ασθένεια. Είναι σαν να μπαίνεις σε ένα μπαρ με ένα πιστόλι για να σταματήσεις έναν καυγά, κι όταν πατάς τη σκανδάλη να βγαίνει ένα σημαιάκι…
Ποια θα ήταν λοιπόν η ιδανική συμφωνία; «Δεν υπάρχει ιδανική συμφωνία. Κάθε μέρα, δεκάδες άρθρα προσπαθούν να εξηγήσουν, αντιφάσκοντας συχνά το ένα με το άλλο, πώς θα σωθεί η ευρωζώνη.
Μπορεί να φανταστεί κανείς διάφορες λύσεις: ότι η ΕΕ και η ευρωζώνη, για παράδειγμα, πρέπει να μετατραπούν σε Ηνωμένες Πολιτείες με ένα κεντρικό δημοκρατικό κράτος, τοπικά κράτη χωρίς κυριαρχία και μια κεντρική τράπεζα στα πρότυπα της FED.
Το ερώτημα δεν είναι όμως πού πρέπει να πάμε, αλλά πώς θα πάμε εκεί, με δεδομένη την ύπαρξη διαφόρων λογικών εθνικής κυριαρχίας.
Κάθε ηγέτης θέλει να μην καταρρεύσει το σύστημα, αλλά και να μην υποστεί η δική του χώρα τις μεγαλύτερες συνέπειες. Πρέπει λοιπόν να βρεθεί ένας νέος θεσμικός μηχανισμός.
Το ιδανικό θα ήταν ένα σύστημα όπου τα κράτη δεσμεύονται με αξιόπιστο τρόπο να μην υπερχρεώνονται και όπου η ΕΚΤ δεσμεύεται με αξιόπιστο τρόπο να αποτελεί τον ύστατο δανειστή».
Σε κάθε περίπτωση --σημειώνει ο Λάρι Έλιοτ στην Γκάρντιαν-- ακόμη κι αν λυθεί η κρίση της ευρωζώνης, παραμένει μια ακόμη μεγαλύτερη πρόκληση: πώς θα αρχίσουν πάλι να κινούνται οι οικονομίες της ευρωζώνης. Η κρίση χρέους της Ευρώπης είναι στην πραγματικότητα μια κρίση ανάπτυξης και απασχόλησης.
Όπως αναμένεται, δεν υπάρχει συναίνεση για το πώς μπορεί να επιταχυνθεί η ανάπτυξη. Η Γερμανία θα ήθελε να γίνουν όλοι Γερμανοί, ώστε να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα και η αποτελεσματικότητα και να μειωθούν τα κόστη.
Οι χώρες της ευρωζώνης δεν μπορούν να υποτιμήσουν το νόμισμά τους, μπορούν όμως να προχωρήσουν σε μια εσωτερική υποτίμηση, μειώνοντας τους μισθούς και τις δημόσιες δαπάνες. Η Λετονία και η Ιρλανδία το έκαναν. Η Γερμανία λοιπόν αναρωτιέται: γιατί να μην το κάνουν και η Ελλάδα και η Ιταλία;
Υπάρχουν όμως προβλήματα με αυτή τη στρατηγική. Οι περικοπές στη Λετονία και την Ιρλανδία έγιναν ύστερα από περιόδους υψηλής ανάπτυξης.
Επιπλέον, το μοντέλο λειτουργεί μόνο όταν μερικές μόνο χώρες ακολουθούν προγράμματα λιτότητας. Αν όλες οι χώρες εφαρμόζουν μια τέτοια πολιτική, τότε η ζήτηση μειώνεται και δεν υπάρχει αγορά για φτηνά προϊόντα και υπηρεσίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου