του Απόστολου Δοξιάδη
Προϋπόθεση για να αποφύγει η Ελλάδα την επερχόμενη καταστροφή είναι να αλλάξει
το άρρωστο κομματικό σύστημα που σημαίνει να συμβεί ένα, ή και τα δύο, από τα
παρακάτω: να εξυγιανθούν ριζικά τα μεγάλα κόμματα, στο βαθμό που αυτό είναι
δυνατό—φοβάμαι όμως ότι ο βαθμός αυτός ίσως να είναι πολύ μικρός—και να
δημιουργηθούν καινούργια, ίσως ενσωματώνοντας και κάποιες από τις υγιέστερες
δυνάμεις των παλαιών, που θα επιτρέψουν σε νέους ανθρώπους, με νέο ήθος και
πραγματικές ικανότητες, να μπουν στην πολιτική σκηνή.
Γιατί μόνο με τα υπάρχοντα κόμματα και το υπάρχον ανθρώπινο υλικό, ως έχει, δε μπορεί να γίνει τίποτε καλό. Καλή ομελέτα με κλούβια αυγά δε φτιάχνεται• παρομοίως, δε γίνεται καλή πολιτική με κακά κόμματα και κακούς πολιτικούς.
Πώς όμως θα αλλάξει το άρρωστο κομματικό σύστημα; Τι είναι αυτό που θα επιτρέψει τις αλλαγές που η συντριπτική πλειοψηφία των σήμερα ενεργών πολιτικών δε θέλει, ή δε μπορεί—ή, συνηθέστερα, και τα δύο—να κάνει; Κατά τη γνώμη μου, για να μπορέσουν να πραγματοποιηθούν οι αλλαγές αυτές πρέπει προηγουμένως να εκφραστεί με ισχυρή φωνή ο χώρος που σε κάποιες φάσεις της νεότερης ιστορίας μας αποκαλούνταν, και σωστά, «κεντρώος». Δε μιλώ εδώ για ένα νέο πολιτικό κόμμα ή, σωστότερα, δε μιλώ μόνο για κάτι τέτοιο. Μιλώ για κάτι βασικότερο, την απαραίτητή του προϋπόθεση. Γιατί ο χώρος του Κέντρου δεν ορίζεται πρωτίστως κομματικά, αλλά πολιτικά, κοινωνικά και πολιτισμικά, και για να υπάρξει ένα νέο κόμμα με προοπτική, πρέπει να
ξέρουμε, και να ξέρει, ποια είναι η κοινωνική πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική κατηγορία που εκφράζει.
Ο χώρος του Κέντρου αποτελεί στη σημερινή Ελλάδα προβληματική έννοια. Κάποιοι τον επικαλούνται, χωρίς να ξέρουν τι ακριβώς εννοούν, κάποιοι, όπως ο Διογένης με το φανάρι, τον αποζητούν γύρω τους, εις μάτην, κάποιοι τον αναπολούν με νοσταλγία, άλλοι τον λοιδωρούν, ενώ τέλος μερικοί—κυρίως τα κόμματα εξουσίας, που έχουν κάθε συμφέρον γι' αυτό—θέλουν να τον υποβαθμίσουν ως αναχρονισμό, μια έννοια ληγμένη. Κι όμως, ο κεντρώος χώρος είναι αυτός που κατοικείται από το μεγαλύτερο αριθμό των πολιτών, που αντιπροσωπεύει δηλαδή τη μεγάλη πλειοψηφία των Ελληνίδων και των Ελλήνων, των μέσων, εργατικών, μετριοπαθών, πολιτικά αφανάτιστων πολιτών, χωρίς παρά ταύτα να τολμά να ομολογήσει το όνομά του. Έτσι, το να ξαναορίσουμε το νόημα της έννοιας «Κέντρο», και μέσα από τον ορισμό να της ξαναδώσουμε φωνή, είναι σήμερα πιο απαραίτητο παρά ποτέ.
Μια από τις ιδιομορφίες του πολιτικού Κέντρου είναι ότι ορίζεται πάντα ευκολότερα ως αντίθεση στα άκρα, παρά αυτόνομα, ως το τι είναι το ίδιο—αυτό άλλωστε μαρτυρεί και η ονομασία του. Κι εδώ είναι απαραίτητη μια πρόχειρη ιστορική αναδρομή:
Η έννοια του Κέντρου γίνεται κυριαρχική στην πολιτική ζωή ουσιαστικά μετά τον Εμφύλιο, καθώς στη διάρκειά του, ιδιαίτερα στα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα έχει χωριστεί σε δύο μόνο παρατάξεις: το ΚΚΕ και τους συμμάχους του από τη μια, και όλους τους άλλους από την άλλη¬—το Κέντρο ενσωματώνεται φυσικά στη δεύτερη κατηγορία. Στην περίοδο από το τέλος του Εμφυλίου ως την απριλιανή Δικτατορία, το 1967, το Κέντρο ορίζεται μέσω μιας διπλής αντίθεσης: αφ’ ενός από μια Αριστερά που ήταν τότε, πότε περισσότερο-πότε λιγότερο φανερά, ευθυγραμμισμένη με τη στρατηγική του Σοβιετικού μπλοκ, χωρίς να αποτάξει, ούτε στην ηπιότερη εκδοχή της, την ΕΔΑ της δεκαετίας του 1960, τον αντιδυτικό χαρακτήρα που αυτή η ένταξη επέβαλλε• και αφ’ ετέρου από μια Δεξιά που τη χαρακτήριζαν η τυφλή προσάρτησή της στο άρμα του Παλατιού, αλλά και ο ιδεολογικού τύπου εθνικισμός και αντικομμουνισμός. Κατοικώντας το μέσο χώρο, το Κέντρο είχε ταυτόχρονα και κάποια σημεία επαφής με τα δύο άκρα που αρνιόταν: με την Αριστερά, το έφερνε κοντύτερα μια λιγότερο συντηρητική πολιτισμική στάση (δημοτικισμός, άρνηση της εθνικιστικής και ακραία αντικομμουνιστικής ρητορικής), καθώς και η επιδίωξη των ίσων ευκαιριών και του κοινωνικού κράτους, ενώ με τη Δεξιά το ένωνε ο φιλοδυτικός προσανατολισμός, και η κοινή πίστη στην αστική δημοκρατία ως αντίθεση του μαρξιστικού ολοκληρωτισμού. Με δυο λόγια, το Κέντρο εκείνα τα χρόνια οριζόταν—έστω και αν δεν το δήλωνε πάντα με αυτούς τους σαφείς όρους—ως ένας πολιτικός χώρος ταυτόχρονα αντι-αριστερός και αντι-δεξιός, ως ταυτόχρονη άρνηση και των δύο άκρων, που όμως αφομοίωνε κάποια μη-ακραία χαρακτηριστικά και των δυο. Αλλά καθώς ο κύριος εκλογικός αντίπαλος του Κέντρου, από το τέλος του Εμφυλίου και ως το 1967, ήταν η Δεξιά, η ταυτότητα του οριζόταν πιο έκδηλα από την αντίθεσή του σε αυτήν, παρά την Αριστερά. (Παρά ταύτα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το προδικτατορικο Κέντρο παρέμεινε επί της ουσίας εξ ίσου αντι-αριστερό όσο και αντι-δεξιό, που τότε σήμαινε, κυρίως, αντικομμουνιστικό.) Τέλος, στο βαθμό που η ταυτότητά του οριζόταν θετικά, και όχι εκ των αντιθέσεών του, το προδικτατορικό Κέντρο ήταν ένας χώρος που αντλούσε τη δύναμή του από την πίστη στη φιλελεύθερη δημοκρατία και την ένταξη στη Δύση.
Τα χρόνια της επτάχρονης στρατιωτικής δικτατορίας δημιουργήθηκε μια νέα συσπείρωση στις πολιτικές δυνάμεις. Από το τρίδυμο Δεξιά, Κέντρο, Αριστερά, περάσαμε πάλι σε ένα διχασμό, μόνο που τώρα η κύρια αντίθεση είχε αλλάξει από αυτήν του Εμφυλίου: τότε, ήταν ΚΚΕ/υπόλοιποι• στο διάστημα 1967-74 έγινε χούντα/υπόλοιποι.
Η χούντα, βέβαια, παρά τα άπειρα στραβά της, έβαλε στο δρόμο της τελικής λύσης το πολιτειακό, με την εξορία του Κωνσταντίνου το Δεκέμβριο του 1967, και το δημοψήφισμα κατά της Βασιλείας, το 1973. Έτσι, με την αποκατάσταση της δημοκρατίας, τον Ιούλιο του 1974, το πολιτικό τοπίο δε μπορούσε να επανέλθει στο προδικτατορικό, τα δεδομένα είχαν αλλάξει. Δύο ήταν οι καθοριστικοί παράγοντες που διαμόρφωσαν το μεταδικτατορικό τοπίο: οι μεγάλες πρωτοβουλίες του Καραμανλή (νομιμοποίηση του ΚΚΕ και δημοψήφισμα-οριστική επίλυση του πολιτειακού) και η δημιουργία του νέου τύπου κόμματος του Ανδρέα Παπανδρέου, του ΠΑΣΟΚ, ενός "κινήματος" που εκτός των άλλων εξαφάνισε—κι αυτό δεν είναι διόλου τυχαίο—μέσα σε μια επταετία, ως το 1981, τα κόμματα του πολιτικού Κέντρου.
Με τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ και την οριστική επίλυση του πολιτειακού, η Δεξιά είχε χάσει τα δύο της βασικά ερείσματα: τον ψυχροπολεμικό αντικομμουνισμό και την ταύτιση με το Παλάτι, και ό,τι αυτό συμβόλιζε. Χωρίς αυτά τα δύο, είχε χάσει το λόγο ύπαρξής της, οπότε η Νέα Δημοκρατία έπρεπε να δημιουργήσει μια νέα ταυτότητα, που ενσωμάτωνε σε μεγάλο βαθμό και τους περισσότερους ψηφοφόρους του προδικτατορικού Κέντρου. Όμως, η εξαφάνιση αυτή διόλου δε βόλευε τα σχέδια του Ανδρέα Παπανδρέου, που γι’ αυτό αποφάσισε να αναστήσει την παλιά Δεξιά, ως βολικό αχυράνθρωπο, ώστε να παίξει πιο εύκολα το δικό του πολιτικό παιχνίδι. Αντί όμως για την παραδοσιακή Δεξιά, που ουσιαστικά είχε σβήσει, στερούμενη ερεισμάτων, ο Ανδρέας ανέστησε ως αντίπαλο τη "Δεξιά", δηλαδή μια ουσιαστικά μυθική έννοια, που την έφτιαξε κατά πως τον βόλευε, μια καρικατούρα του παλιού εαυτού της, που τη φόρεσε σιγά σιγά καπέλο στην τότε ανυποψίαστη Νέα Δημοκρατία.
Ο Ανδρέας διαμόρφωσε σαν επιδέξιος ταχυδακτυλουργός το νέο πολιτικό τοπίο, δημιουργώντας εχθρούς και συμμάχους κατά τα γούστα του. Αφ' ενός, κατάφερε να πλήξει καίρια τη Νέα Δημοκρατία περιορίζοντάς τη, με το δικό του ορισμό, σε κάτι που δεν ήταν, τη Δεξιά παλαιού τύπου. Αυτό το κατάφερε με το πνεύμα που ενσάρκωσε το στρεβλό σύνθημα "ο Λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά". Γιατί φυσικά η Νέα Δημοκρατία του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που επέβαλλε και διεξήγαγε υποδειγματικά το δημοψήφισμα που κατήργησε τη βασιλεία και νομιμοποίησε το ΚΚΕ, δεν ήταν ούτε φιλοβασιλική ούτε ψυχροπολεμικά αντικομμουνιστική. Άρα δεν ήταν και αυτό που "σήμαινε Δεξιά" στα μάτια των Ελληνίδων και των Ελλήνων, δηλαδή αυτό που έλεγε ο Ανδρέας ότι σήμαινε. Όμως ο πολύς κόσμος δεν πίστεψε την αλήθεια, αλλά τον Ανδρέα.
Αφ' ετέρου, ο μέγας λαοπλάνος κατάφερε καίριο πλήγμα στο χώρο στα αριστερά του, αναγορεύοντας το ΠΑΣΟΚ του κύριο κληρονόμο των παραδόσεών της Αριστεράς, και περιθωριοποιώντας την ίδια με εκείνο το αλήστου μνήμης, ανδρεϊκής επινοήσεως, "λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις". Η υφαρπαγή της ιστορίας της Αριστεράς έγινε με την άλλη μεγάλη πομφόλυγα της δεκαετίας του 1980, τη λεγόμενη "Εθνική Συμφιλίωση", που ενσάρκωσε εμβληματικά η τοποθέτηση του Μάρκου Βαφειάδη ως βουλευτή Επικρατείας. (Η κίνησή του Ανδρέα ήταν φυσικά καθαρά συμβολική, και κενή περιεχομένου, καθώς η εθνική συμφιλίωση είχε επιτευχθεί στην ουσία τον Ιούλιο του 1974, από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, με τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ και του (τότε) ΚΚΕ Εσωτερικού. Τα άλλα ήταν λόγια, παράτες, φιέστες και κενή ρητορεία. )
Με το διπλό χτύπημα των συμβόλων και των συνθημάτων, δεξιά και αριστερά, που διέλυσε τους δυο πολιτικούς αντιπάλους του ΠΑΣΟΚ, αναγορεύοντας τον πρώτο κάτι που δεν ήταν, και παίρνοντας από τον δεύτερο την ιστορία, του το πολιτικό τοπίο της Ελλάδας υπέστη βίαια αναμόρφωση. Ο κύριος στόχος του Ανδρέα όμως δεν ήταν ούτε η Δεξιά ούτε η Αριστερά: ήταν η διάλυση του χώρου του Κέντρου, του μεγάλου πλειοψηφικού χώρου των μετριοπαθών ελληνίδων και ελλήνων πολιτών, που αποτελούσε και την κύρια δεξαμενή υποψήφιων ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ. Στήνοντάς απέναντί του μια Δεξιά-μπαμπούλα, μια φαντασίωση ενός σχεδόν φασιστικού-απολυταρχικού φάντασματος, ο Ανδρέας όρισε τον εαυτό του, και το ΠΑΣΟΚ του, ως ηγέτη ενός άτυπου λαϊκού Μετώπου, ενός νέου ανένδοτου αγώνα, που βάφτιζε ό,τι δεν ήταν "Δεξιά", δικό του χώρο. Αυτό ήταν το μέγιστο στρατήγημά του, και συνάμα το μεγαλύτερο κακό που έκανε στην ελληνική πολιτική ο Ανδρέας Παπανδρέου.
Ο Ανδρέας όρισε εξ αρχής τους κανόνες τους πολιτικού παιχνιδιού, με την αντίληψή του για την πολιτική να αποτελεί πλήρη ενσάρκωση της ρήσης του Μιτεράν, ότι «πολιτική είναι η διαχείριση των συμβόλων». Έτσι, ο Ανδρέας δεν ήταν μεγάλος πολιτικός αλλά μεγάλος λαοπλάνος, δημαγωγός, πολιτικάντης. Κι αυτό του το «μεγαλείο» η Ελλάδα το πλήρωσε ακριβά, και ίσως να το πληρώσει μελλοντικά ακόμη ακριβότερα.
Γιατί η πολιτική, βέβαια, δεν είναι αυτό που είπε ο Μιτεράν ή, σωστότερα, δεν πρέπει να είναι αυτό, αλλά κάτι άλλο, κάτι πολύ πιο απαραίτητο στη ζωή των ανθρώπων. Η καλή πολιτική δεν είναι η διαχείριση των συμβόλων—αν και είναι, αναγκαίo, εν μέρει και αυτό—αλλά των πραγματικών ζητημάτων και προβλημάτων μιας χώρας, διαχείριση που βασίζεται στην παράλληλη ύπαρξη και λειτουργία ενός σωστού κράτους. Η καλή πολιτική συμβαδίζει με το σωστό κράτος που, για να είναι σωστό, δεν πρέπει να εξαρτάται παρά ελάχιστα από την πολιτική: η έκφραση «κρατικός μηχανισμός» δηλώνει ακριβώς ότι, σε μια σωστή δημοκρατία, το κράτος πρέπει να λειτουργεί σωστά, καλοκουρδισμένο ρολόι, ανεξάρτητα των πολιτικών. Αντ' αυτού, ο Ανδρέας έδωσε στο ελληνικό κράτος το τελευταίο καίριο πλήγμα, διαλύοντάς το εντελώς. Για την ακρίβεια, προχώρησε πολύ παραπέρα στη διάλυσή του από αυτούς που αναθεμάτιζε ως εχθρούς του κράτους, δηλαδή το προχουντικό παρακράτος, και την ίδια τη χούντα-κράτος, κομματικοποιώντας τη δεκαετία του 1980 το κράτος σε βαθμό πρωτόγνωρο. Έπειτα, για να τον ανταγωνιστεί η Νέα Δημοκρατία στα χρόνια που ήταν στην εξουσία, τον μιμήθηκε, παίζοντας και αυτή το ίδιο παιχνίδι. Χωρίς αυτόνομο κράτος, όμως, η πολιτική δεν είχε πλέον θεσμικό αντίβαρο, και έτσι το κράτος μας κατάντησε απεικόνιση των δύο μεγάλων κομμάτων που νέμονται επί τριάντα χρόνια την εξουσία, των παρασυναγωγών και των συνεχνιακών ομάδων που τα διοικούν.
Από τη δεκαετία του 1980 και μετά, οι ιδέες και οι αρχές ουσιαστικά καταργήθηκαν, εξορίστηκαν από το μεγαλύτερο μέρος του κομματικού φάσματος—χώρια η περί του αντιθέτου φανφαρόνικες ρητορείες—μαζί και η έννοια των μεγάλων κομμάτων ως έκφρασης ουσιαστικών, συνεκτικών κοινωνικών σχηματισμών. Κι έτσι, αντί για το προδικτατορικό τρίδυμο Δεξιά-Κέντρο-Αριστερά, που είχε σίγουρα πολιτικό-κοινωνικό υπόβαθρο, η μεταπολιτευτική ζωή ορίστηκε από δύο κόμματα αποψιλωμένα από κάθε ουσιαστικό κοινωνικό περιεχόμενο, δηλαδή δυο κόμματα που με τον καιρό καταντούσαν ολοένα και περισσότερο απλές «φίρμες» (brands), με την αντίθεσή τους να έχει όσο ιδεολογικό περιεχόμενο όσο του Παναθηναϊκού με τον Ολυμπιακό. Το να είσαι Πασοκτζής ή Νεοδημοκράτης, έπαψε με τα χρόνια να σημαίνει το οτιδήποτε, από το ότι φοράς πράσινη ή γαλάσια φανέλα, και να νέμεσαι—αν ήσουν οργανωμένος οπαδός—τα προνόμια της ένταξής σου. Καθώς όμως στους ψηφοφόρους των δυο αυτών κομμάτων ανήκαν και όλοι όσοι θα μπορούσαν να ανήκουν στο μεσαίο κοινωνικό χώρο, αυτή η ισοπέδωσή τους κάτω από τις κενές «φίρμες» έπνιξε και κάθε δυνατότητα έκφρασής του Κέντρου.
Πιστεύω ότι όπως η μεταδικτατορική ισοπέδωση του ελληνικού πολιτικού τοπίου από τον Πασοκικής και Νεοδημοκρατικής υφής λαϊκισμό—και τα δύο εντέλει πνευματικά παιδιά του Ανδρέα Παπανδρέου—είχε κύριο θύμα της το Κέντρο, η ανασύστασή του Κέντρου, ως ουσιαστική έκφραση του μεγαλύτερου, παραγωγικότερου, και θετικότερου τμήματος της κοινωνίας, είναι ο εξ ων ουκ άνευ όρος της ανασυγκρότησης της πολιτικής μας ζωής πάνω σε μια βάση χρήσιμη για τον τόπο.
Το νέο αυτό Κέντρο, αναγκαστικά πρέπει να ορισθεί και αρνητικά, όπως πάντα ταιριάζει στο Κέντρο, αλλά και θετικά, όπως απαιτείται από ένα χώρο που πρέπει να οδηγήσει τη χώρα προς τη σωτηρία.
Αρνητικά, το Κέντρο σήμερα πρέπει να ορισθεί και πάλι ως αντίθεση στα δυο άκρα που απειλούν τη Δημοκρατία: το ένα παραμένει, όπως και παλιά, μια Αριστερά που δεν έχει αποκηρύξει το όραμα του ολοκληρωτισμού (έστω και αν η ίδια το βαφτίζει «ιδανική κοινωνία»), μια Αριστερά που αμφισβητεί ευθέως τη δημοκρατία μας, με λόγια (σαφέστατες διακηρύξεις) και έργα (έκνομες ενέργειες κατά της ασφάλειας και της ειρήνης των πολιτών και της εύρυθμης λειτουργίας του κράτους και της καθημερινότητάς μας). Το άλλο άκρο όμως δεν είναι ο Ανδρεοπαπανδρεϊκής επινοήσεως βρυκόλακας «Δεξιά», αλλά ο λαϊκισμός, που απαντιέται σε όλο το εύρος των μη-αριστερών κομμάτων, δηλαδή ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΛΑΟΣ. Γιατί και στα τρία υπάρχουν πολιτικές τάσεις, αλλά και πολιτικοί, βουλευτές, πολιτευτές και ενεργά μέλη, που συναντιώνται στην ακραία λαϊκίστικη στάση τους, μια στάση ουσιαστικά αντι-ευρωπαϊκή, παρανοϊκά μισαλλόδοξη, που αναζητεί τον πατριωτισμό στην ψωροπερήφανη απομόνωση και κολακεύει τους ψηφοφόρους, αντιτάσσοντας στο παμπάλαιο σύμπλεγμα κατωτερότητας του νεοέλληνα, που η Κρίση το έχει διογκώσει υπερβολικά, το ψέμα μιας άνευ αποδείξεων ανωτερότητας, σε μια νέα παραλλαγή του «όσα δε φτάνει η αλεπού». Αν το καλοσκεφτούμε, οι ακραίοι λαϊκιστές του ΠΑΣΟΚ, της ΝΔ, του ΛΑΟΣ, τα βρίσκουνε μια χαρά μεταξύ τους: αν πετούσαν τις κομματικές τους φανέλες, θα μπορούσαν όλοι κάλλιστα να ανήκουν στα γραφικά γκρουπούσκουλα, τη «Σπίθα» ή το «Άρμα Πολιτών». Αυτά όμως είναι γραφικά μόνο επειδή είναι μικρά. Ενώ, αντίθετα, το κύριο σώμα και η έκφραση του λαϊκισμού, που κρατά δέσμια το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ στον παλιό, χειρότερο εαυτό τους, και καθορίζει ολοκληρωτικά το ΛΑΟΣ, δεν είναι διόλου γραφικό, γιατί έχει όγκο, μέγεθος, και απειλή να συμπαρασύρει τη χώρα στο δικό του ολέθριο δρόμο.
Όμως το νέο Κέντρο πρέπει να ορισθεί και θετικά, ως αυτό που πραγματικά είναι: η φωνή της πλειοψηφίας των Ελληνίδων και των Ελλήνων πολιτών που είναι σαφής στο θετικό όραμα που αποζητά για τον τόπο, δηλαδή το όραμα μιας φιλελεύθερης κοινωνίας ευρωπαϊκού τύπου, με σύγχρονο κράτος δικαίου, με ευνομία, ισονομία και σωστή λειτουργία των θεσμών. Το όραμα μιας Ελλάδας όπου το κράτος υπηρετεί τους πολίτες, και το Δημόσιο Συμφέρον, και δεν είναι ούτε όργανο των κομμάτων—όπως το κατάντησε η κομματοκρατία των δύο μεγάλων κομμάτων—ούτε μπαμπούλας ολοκληρωτικού τύπου, που εξουσιάζει τις ζωές των πολιτών, όπως το ονειρεύεται η Αριστερά. Το όραμα μιας Ελλάδας όπου η πολιτική και το κράτος υπηρετούν τους πολίτες που αγαπούν τον τόπο τους και θέλουν να ζουν εδώ ειρηνικά και δημιουργικά.
Το νέο αυτό Κέντρο πρέπει να στελεχωθεί από νέους ανθρώπους—νέους στην πολιτική αλλά και, νομίζω, ως επί το πλείστον σχετικά νέους ηλικιακά—που μπορούν με συνέπεια λόγου, πράξης και προσωπικού ιστορικού να εκφράσουν την ουσία του, τη μετριοπάθεια στην πολιτική, και τη στήριξη της δημιουργικότητας στην καθημερινή ζωή, αυτά δηλαδή που είναι το αιτούμενο όλων των καλών πολιτών.
Κάθε εθνική κρίση, κυρίως αν είναι οικονομική, ωθεί τους ανθρώπους στα άκρα, που τα προσεγγίζουν μέσα στην απελπισία του, γιατί τα άκρα πάντα ψεύδονται, συνειδητά ή ασυνείδητα, προσφέροντας την εύκολη ρητορική των απατηλών υποσχέσεων, αντί τη δύσκολη ουσία, που απαιτεί η πραγματικότητα. Η δική μας Κρίση δεν είναι διαφορετική και το βλέπουμε στις δημοσκοπήσεις: τα άκρα ανεβαίνουν, όχι μόνο η Αριστερά, ο ΛΑΟΣ και τα ακροδεξιά μορφώματα, αλλά—ακόμη πιο επικίνδυνα—οι ακραία λαϊκίστικες τάσεις στα δυο μεγάλα (για πόσο ακόμη;) κόμματα. Αν αυτό συνεχισθεί, αν δεν υπάρξει αντίδραση, ο τόπος θα διαλυθεί από τις φυγόκεντρες δυνάμεις των άκρων, ο κοινωνικός ιστός θα διαλυθεί. Η οικονομία θα τσακιστεί, και η Ελλάδα δε θα αντέξει, θα απομονωθεί πολιτικά από τη Δύση και θα γίνει χώρα του Τρίτου Κόσμου, ξανά «ψωροκώσταινα», το υποψήφιο θύμα του κάθε αυριανού ολιγάρχη, μαφιόζου ή δικτάτορα.
Για να αποφευχθεί η διάλυση στην οποία μας τραβούν ολοταχώς, από δυο μεριές, τα άκρα, εντός και εκτός μεγάλων κομμάτων, πρέπει να αποκτήσουμε πάλι Κέντρο. Το σάπιο κομματικό σύστημα θα διαλυθεί για να ανασυντεθεί υγιώς μόνο αν ο κεντρώος χώρος ξανα-αποκτήσει έκφραση, αυτοσυνειδησία και φωνή.
Μόνο ένα νέο, ισχυρό Κέντρο μπορεί να σώσει τη χώρα από την καταστροφή.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΔΟΞΙΑΔΗΣ
Γιατί μόνο με τα υπάρχοντα κόμματα και το υπάρχον ανθρώπινο υλικό, ως έχει, δε μπορεί να γίνει τίποτε καλό. Καλή ομελέτα με κλούβια αυγά δε φτιάχνεται• παρομοίως, δε γίνεται καλή πολιτική με κακά κόμματα και κακούς πολιτικούς.
Πώς όμως θα αλλάξει το άρρωστο κομματικό σύστημα; Τι είναι αυτό που θα επιτρέψει τις αλλαγές που η συντριπτική πλειοψηφία των σήμερα ενεργών πολιτικών δε θέλει, ή δε μπορεί—ή, συνηθέστερα, και τα δύο—να κάνει; Κατά τη γνώμη μου, για να μπορέσουν να πραγματοποιηθούν οι αλλαγές αυτές πρέπει προηγουμένως να εκφραστεί με ισχυρή φωνή ο χώρος που σε κάποιες φάσεις της νεότερης ιστορίας μας αποκαλούνταν, και σωστά, «κεντρώος». Δε μιλώ εδώ για ένα νέο πολιτικό κόμμα ή, σωστότερα, δε μιλώ μόνο για κάτι τέτοιο. Μιλώ για κάτι βασικότερο, την απαραίτητή του προϋπόθεση. Γιατί ο χώρος του Κέντρου δεν ορίζεται πρωτίστως κομματικά, αλλά πολιτικά, κοινωνικά και πολιτισμικά, και για να υπάρξει ένα νέο κόμμα με προοπτική, πρέπει να
ξέρουμε, και να ξέρει, ποια είναι η κοινωνική πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική κατηγορία που εκφράζει.
Ο χώρος του Κέντρου αποτελεί στη σημερινή Ελλάδα προβληματική έννοια. Κάποιοι τον επικαλούνται, χωρίς να ξέρουν τι ακριβώς εννοούν, κάποιοι, όπως ο Διογένης με το φανάρι, τον αποζητούν γύρω τους, εις μάτην, κάποιοι τον αναπολούν με νοσταλγία, άλλοι τον λοιδωρούν, ενώ τέλος μερικοί—κυρίως τα κόμματα εξουσίας, που έχουν κάθε συμφέρον γι' αυτό—θέλουν να τον υποβαθμίσουν ως αναχρονισμό, μια έννοια ληγμένη. Κι όμως, ο κεντρώος χώρος είναι αυτός που κατοικείται από το μεγαλύτερο αριθμό των πολιτών, που αντιπροσωπεύει δηλαδή τη μεγάλη πλειοψηφία των Ελληνίδων και των Ελλήνων, των μέσων, εργατικών, μετριοπαθών, πολιτικά αφανάτιστων πολιτών, χωρίς παρά ταύτα να τολμά να ομολογήσει το όνομά του. Έτσι, το να ξαναορίσουμε το νόημα της έννοιας «Κέντρο», και μέσα από τον ορισμό να της ξαναδώσουμε φωνή, είναι σήμερα πιο απαραίτητο παρά ποτέ.
Μια από τις ιδιομορφίες του πολιτικού Κέντρου είναι ότι ορίζεται πάντα ευκολότερα ως αντίθεση στα άκρα, παρά αυτόνομα, ως το τι είναι το ίδιο—αυτό άλλωστε μαρτυρεί και η ονομασία του. Κι εδώ είναι απαραίτητη μια πρόχειρη ιστορική αναδρομή:
Η έννοια του Κέντρου γίνεται κυριαρχική στην πολιτική ζωή ουσιαστικά μετά τον Εμφύλιο, καθώς στη διάρκειά του, ιδιαίτερα στα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα έχει χωριστεί σε δύο μόνο παρατάξεις: το ΚΚΕ και τους συμμάχους του από τη μια, και όλους τους άλλους από την άλλη¬—το Κέντρο ενσωματώνεται φυσικά στη δεύτερη κατηγορία. Στην περίοδο από το τέλος του Εμφυλίου ως την απριλιανή Δικτατορία, το 1967, το Κέντρο ορίζεται μέσω μιας διπλής αντίθεσης: αφ’ ενός από μια Αριστερά που ήταν τότε, πότε περισσότερο-πότε λιγότερο φανερά, ευθυγραμμισμένη με τη στρατηγική του Σοβιετικού μπλοκ, χωρίς να αποτάξει, ούτε στην ηπιότερη εκδοχή της, την ΕΔΑ της δεκαετίας του 1960, τον αντιδυτικό χαρακτήρα που αυτή η ένταξη επέβαλλε• και αφ’ ετέρου από μια Δεξιά που τη χαρακτήριζαν η τυφλή προσάρτησή της στο άρμα του Παλατιού, αλλά και ο ιδεολογικού τύπου εθνικισμός και αντικομμουνισμός. Κατοικώντας το μέσο χώρο, το Κέντρο είχε ταυτόχρονα και κάποια σημεία επαφής με τα δύο άκρα που αρνιόταν: με την Αριστερά, το έφερνε κοντύτερα μια λιγότερο συντηρητική πολιτισμική στάση (δημοτικισμός, άρνηση της εθνικιστικής και ακραία αντικομμουνιστικής ρητορικής), καθώς και η επιδίωξη των ίσων ευκαιριών και του κοινωνικού κράτους, ενώ με τη Δεξιά το ένωνε ο φιλοδυτικός προσανατολισμός, και η κοινή πίστη στην αστική δημοκρατία ως αντίθεση του μαρξιστικού ολοκληρωτισμού. Με δυο λόγια, το Κέντρο εκείνα τα χρόνια οριζόταν—έστω και αν δεν το δήλωνε πάντα με αυτούς τους σαφείς όρους—ως ένας πολιτικός χώρος ταυτόχρονα αντι-αριστερός και αντι-δεξιός, ως ταυτόχρονη άρνηση και των δύο άκρων, που όμως αφομοίωνε κάποια μη-ακραία χαρακτηριστικά και των δυο. Αλλά καθώς ο κύριος εκλογικός αντίπαλος του Κέντρου, από το τέλος του Εμφυλίου και ως το 1967, ήταν η Δεξιά, η ταυτότητα του οριζόταν πιο έκδηλα από την αντίθεσή του σε αυτήν, παρά την Αριστερά. (Παρά ταύτα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το προδικτατορικο Κέντρο παρέμεινε επί της ουσίας εξ ίσου αντι-αριστερό όσο και αντι-δεξιό, που τότε σήμαινε, κυρίως, αντικομμουνιστικό.) Τέλος, στο βαθμό που η ταυτότητά του οριζόταν θετικά, και όχι εκ των αντιθέσεών του, το προδικτατορικό Κέντρο ήταν ένας χώρος που αντλούσε τη δύναμή του από την πίστη στη φιλελεύθερη δημοκρατία και την ένταξη στη Δύση.
Τα χρόνια της επτάχρονης στρατιωτικής δικτατορίας δημιουργήθηκε μια νέα συσπείρωση στις πολιτικές δυνάμεις. Από το τρίδυμο Δεξιά, Κέντρο, Αριστερά, περάσαμε πάλι σε ένα διχασμό, μόνο που τώρα η κύρια αντίθεση είχε αλλάξει από αυτήν του Εμφυλίου: τότε, ήταν ΚΚΕ/υπόλοιποι• στο διάστημα 1967-74 έγινε χούντα/υπόλοιποι.
Η χούντα, βέβαια, παρά τα άπειρα στραβά της, έβαλε στο δρόμο της τελικής λύσης το πολιτειακό, με την εξορία του Κωνσταντίνου το Δεκέμβριο του 1967, και το δημοψήφισμα κατά της Βασιλείας, το 1973. Έτσι, με την αποκατάσταση της δημοκρατίας, τον Ιούλιο του 1974, το πολιτικό τοπίο δε μπορούσε να επανέλθει στο προδικτατορικό, τα δεδομένα είχαν αλλάξει. Δύο ήταν οι καθοριστικοί παράγοντες που διαμόρφωσαν το μεταδικτατορικό τοπίο: οι μεγάλες πρωτοβουλίες του Καραμανλή (νομιμοποίηση του ΚΚΕ και δημοψήφισμα-οριστική επίλυση του πολιτειακού) και η δημιουργία του νέου τύπου κόμματος του Ανδρέα Παπανδρέου, του ΠΑΣΟΚ, ενός "κινήματος" που εκτός των άλλων εξαφάνισε—κι αυτό δεν είναι διόλου τυχαίο—μέσα σε μια επταετία, ως το 1981, τα κόμματα του πολιτικού Κέντρου.
Με τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ και την οριστική επίλυση του πολιτειακού, η Δεξιά είχε χάσει τα δύο της βασικά ερείσματα: τον ψυχροπολεμικό αντικομμουνισμό και την ταύτιση με το Παλάτι, και ό,τι αυτό συμβόλιζε. Χωρίς αυτά τα δύο, είχε χάσει το λόγο ύπαρξής της, οπότε η Νέα Δημοκρατία έπρεπε να δημιουργήσει μια νέα ταυτότητα, που ενσωμάτωνε σε μεγάλο βαθμό και τους περισσότερους ψηφοφόρους του προδικτατορικού Κέντρου. Όμως, η εξαφάνιση αυτή διόλου δε βόλευε τα σχέδια του Ανδρέα Παπανδρέου, που γι’ αυτό αποφάσισε να αναστήσει την παλιά Δεξιά, ως βολικό αχυράνθρωπο, ώστε να παίξει πιο εύκολα το δικό του πολιτικό παιχνίδι. Αντί όμως για την παραδοσιακή Δεξιά, που ουσιαστικά είχε σβήσει, στερούμενη ερεισμάτων, ο Ανδρέας ανέστησε ως αντίπαλο τη "Δεξιά", δηλαδή μια ουσιαστικά μυθική έννοια, που την έφτιαξε κατά πως τον βόλευε, μια καρικατούρα του παλιού εαυτού της, που τη φόρεσε σιγά σιγά καπέλο στην τότε ανυποψίαστη Νέα Δημοκρατία.
Ο Ανδρέας διαμόρφωσε σαν επιδέξιος ταχυδακτυλουργός το νέο πολιτικό τοπίο, δημιουργώντας εχθρούς και συμμάχους κατά τα γούστα του. Αφ' ενός, κατάφερε να πλήξει καίρια τη Νέα Δημοκρατία περιορίζοντάς τη, με το δικό του ορισμό, σε κάτι που δεν ήταν, τη Δεξιά παλαιού τύπου. Αυτό το κατάφερε με το πνεύμα που ενσάρκωσε το στρεβλό σύνθημα "ο Λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά". Γιατί φυσικά η Νέα Δημοκρατία του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που επέβαλλε και διεξήγαγε υποδειγματικά το δημοψήφισμα που κατήργησε τη βασιλεία και νομιμοποίησε το ΚΚΕ, δεν ήταν ούτε φιλοβασιλική ούτε ψυχροπολεμικά αντικομμουνιστική. Άρα δεν ήταν και αυτό που "σήμαινε Δεξιά" στα μάτια των Ελληνίδων και των Ελλήνων, δηλαδή αυτό που έλεγε ο Ανδρέας ότι σήμαινε. Όμως ο πολύς κόσμος δεν πίστεψε την αλήθεια, αλλά τον Ανδρέα.
Αφ' ετέρου, ο μέγας λαοπλάνος κατάφερε καίριο πλήγμα στο χώρο στα αριστερά του, αναγορεύοντας το ΠΑΣΟΚ του κύριο κληρονόμο των παραδόσεών της Αριστεράς, και περιθωριοποιώντας την ίδια με εκείνο το αλήστου μνήμης, ανδρεϊκής επινοήσεως, "λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις". Η υφαρπαγή της ιστορίας της Αριστεράς έγινε με την άλλη μεγάλη πομφόλυγα της δεκαετίας του 1980, τη λεγόμενη "Εθνική Συμφιλίωση", που ενσάρκωσε εμβληματικά η τοποθέτηση του Μάρκου Βαφειάδη ως βουλευτή Επικρατείας. (Η κίνησή του Ανδρέα ήταν φυσικά καθαρά συμβολική, και κενή περιεχομένου, καθώς η εθνική συμφιλίωση είχε επιτευχθεί στην ουσία τον Ιούλιο του 1974, από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, με τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ και του (τότε) ΚΚΕ Εσωτερικού. Τα άλλα ήταν λόγια, παράτες, φιέστες και κενή ρητορεία. )
Με το διπλό χτύπημα των συμβόλων και των συνθημάτων, δεξιά και αριστερά, που διέλυσε τους δυο πολιτικούς αντιπάλους του ΠΑΣΟΚ, αναγορεύοντας τον πρώτο κάτι που δεν ήταν, και παίρνοντας από τον δεύτερο την ιστορία, του το πολιτικό τοπίο της Ελλάδας υπέστη βίαια αναμόρφωση. Ο κύριος στόχος του Ανδρέα όμως δεν ήταν ούτε η Δεξιά ούτε η Αριστερά: ήταν η διάλυση του χώρου του Κέντρου, του μεγάλου πλειοψηφικού χώρου των μετριοπαθών ελληνίδων και ελλήνων πολιτών, που αποτελούσε και την κύρια δεξαμενή υποψήφιων ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ. Στήνοντάς απέναντί του μια Δεξιά-μπαμπούλα, μια φαντασίωση ενός σχεδόν φασιστικού-απολυταρχικού φάντασματος, ο Ανδρέας όρισε τον εαυτό του, και το ΠΑΣΟΚ του, ως ηγέτη ενός άτυπου λαϊκού Μετώπου, ενός νέου ανένδοτου αγώνα, που βάφτιζε ό,τι δεν ήταν "Δεξιά", δικό του χώρο. Αυτό ήταν το μέγιστο στρατήγημά του, και συνάμα το μεγαλύτερο κακό που έκανε στην ελληνική πολιτική ο Ανδρέας Παπανδρέου.
Ο Ανδρέας όρισε εξ αρχής τους κανόνες τους πολιτικού παιχνιδιού, με την αντίληψή του για την πολιτική να αποτελεί πλήρη ενσάρκωση της ρήσης του Μιτεράν, ότι «πολιτική είναι η διαχείριση των συμβόλων». Έτσι, ο Ανδρέας δεν ήταν μεγάλος πολιτικός αλλά μεγάλος λαοπλάνος, δημαγωγός, πολιτικάντης. Κι αυτό του το «μεγαλείο» η Ελλάδα το πλήρωσε ακριβά, και ίσως να το πληρώσει μελλοντικά ακόμη ακριβότερα.
Γιατί η πολιτική, βέβαια, δεν είναι αυτό που είπε ο Μιτεράν ή, σωστότερα, δεν πρέπει να είναι αυτό, αλλά κάτι άλλο, κάτι πολύ πιο απαραίτητο στη ζωή των ανθρώπων. Η καλή πολιτική δεν είναι η διαχείριση των συμβόλων—αν και είναι, αναγκαίo, εν μέρει και αυτό—αλλά των πραγματικών ζητημάτων και προβλημάτων μιας χώρας, διαχείριση που βασίζεται στην παράλληλη ύπαρξη και λειτουργία ενός σωστού κράτους. Η καλή πολιτική συμβαδίζει με το σωστό κράτος που, για να είναι σωστό, δεν πρέπει να εξαρτάται παρά ελάχιστα από την πολιτική: η έκφραση «κρατικός μηχανισμός» δηλώνει ακριβώς ότι, σε μια σωστή δημοκρατία, το κράτος πρέπει να λειτουργεί σωστά, καλοκουρδισμένο ρολόι, ανεξάρτητα των πολιτικών. Αντ' αυτού, ο Ανδρέας έδωσε στο ελληνικό κράτος το τελευταίο καίριο πλήγμα, διαλύοντάς το εντελώς. Για την ακρίβεια, προχώρησε πολύ παραπέρα στη διάλυσή του από αυτούς που αναθεμάτιζε ως εχθρούς του κράτους, δηλαδή το προχουντικό παρακράτος, και την ίδια τη χούντα-κράτος, κομματικοποιώντας τη δεκαετία του 1980 το κράτος σε βαθμό πρωτόγνωρο. Έπειτα, για να τον ανταγωνιστεί η Νέα Δημοκρατία στα χρόνια που ήταν στην εξουσία, τον μιμήθηκε, παίζοντας και αυτή το ίδιο παιχνίδι. Χωρίς αυτόνομο κράτος, όμως, η πολιτική δεν είχε πλέον θεσμικό αντίβαρο, και έτσι το κράτος μας κατάντησε απεικόνιση των δύο μεγάλων κομμάτων που νέμονται επί τριάντα χρόνια την εξουσία, των παρασυναγωγών και των συνεχνιακών ομάδων που τα διοικούν.
Από τη δεκαετία του 1980 και μετά, οι ιδέες και οι αρχές ουσιαστικά καταργήθηκαν, εξορίστηκαν από το μεγαλύτερο μέρος του κομματικού φάσματος—χώρια η περί του αντιθέτου φανφαρόνικες ρητορείες—μαζί και η έννοια των μεγάλων κομμάτων ως έκφρασης ουσιαστικών, συνεκτικών κοινωνικών σχηματισμών. Κι έτσι, αντί για το προδικτατορικό τρίδυμο Δεξιά-Κέντρο-Αριστερά, που είχε σίγουρα πολιτικό-κοινωνικό υπόβαθρο, η μεταπολιτευτική ζωή ορίστηκε από δύο κόμματα αποψιλωμένα από κάθε ουσιαστικό κοινωνικό περιεχόμενο, δηλαδή δυο κόμματα που με τον καιρό καταντούσαν ολοένα και περισσότερο απλές «φίρμες» (brands), με την αντίθεσή τους να έχει όσο ιδεολογικό περιεχόμενο όσο του Παναθηναϊκού με τον Ολυμπιακό. Το να είσαι Πασοκτζής ή Νεοδημοκράτης, έπαψε με τα χρόνια να σημαίνει το οτιδήποτε, από το ότι φοράς πράσινη ή γαλάσια φανέλα, και να νέμεσαι—αν ήσουν οργανωμένος οπαδός—τα προνόμια της ένταξής σου. Καθώς όμως στους ψηφοφόρους των δυο αυτών κομμάτων ανήκαν και όλοι όσοι θα μπορούσαν να ανήκουν στο μεσαίο κοινωνικό χώρο, αυτή η ισοπέδωσή τους κάτω από τις κενές «φίρμες» έπνιξε και κάθε δυνατότητα έκφρασής του Κέντρου.
Πιστεύω ότι όπως η μεταδικτατορική ισοπέδωση του ελληνικού πολιτικού τοπίου από τον Πασοκικής και Νεοδημοκρατικής υφής λαϊκισμό—και τα δύο εντέλει πνευματικά παιδιά του Ανδρέα Παπανδρέου—είχε κύριο θύμα της το Κέντρο, η ανασύστασή του Κέντρου, ως ουσιαστική έκφραση του μεγαλύτερου, παραγωγικότερου, και θετικότερου τμήματος της κοινωνίας, είναι ο εξ ων ουκ άνευ όρος της ανασυγκρότησης της πολιτικής μας ζωής πάνω σε μια βάση χρήσιμη για τον τόπο.
Το νέο αυτό Κέντρο, αναγκαστικά πρέπει να ορισθεί και αρνητικά, όπως πάντα ταιριάζει στο Κέντρο, αλλά και θετικά, όπως απαιτείται από ένα χώρο που πρέπει να οδηγήσει τη χώρα προς τη σωτηρία.
Αρνητικά, το Κέντρο σήμερα πρέπει να ορισθεί και πάλι ως αντίθεση στα δυο άκρα που απειλούν τη Δημοκρατία: το ένα παραμένει, όπως και παλιά, μια Αριστερά που δεν έχει αποκηρύξει το όραμα του ολοκληρωτισμού (έστω και αν η ίδια το βαφτίζει «ιδανική κοινωνία»), μια Αριστερά που αμφισβητεί ευθέως τη δημοκρατία μας, με λόγια (σαφέστατες διακηρύξεις) και έργα (έκνομες ενέργειες κατά της ασφάλειας και της ειρήνης των πολιτών και της εύρυθμης λειτουργίας του κράτους και της καθημερινότητάς μας). Το άλλο άκρο όμως δεν είναι ο Ανδρεοπαπανδρεϊκής επινοήσεως βρυκόλακας «Δεξιά», αλλά ο λαϊκισμός, που απαντιέται σε όλο το εύρος των μη-αριστερών κομμάτων, δηλαδή ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΛΑΟΣ. Γιατί και στα τρία υπάρχουν πολιτικές τάσεις, αλλά και πολιτικοί, βουλευτές, πολιτευτές και ενεργά μέλη, που συναντιώνται στην ακραία λαϊκίστικη στάση τους, μια στάση ουσιαστικά αντι-ευρωπαϊκή, παρανοϊκά μισαλλόδοξη, που αναζητεί τον πατριωτισμό στην ψωροπερήφανη απομόνωση και κολακεύει τους ψηφοφόρους, αντιτάσσοντας στο παμπάλαιο σύμπλεγμα κατωτερότητας του νεοέλληνα, που η Κρίση το έχει διογκώσει υπερβολικά, το ψέμα μιας άνευ αποδείξεων ανωτερότητας, σε μια νέα παραλλαγή του «όσα δε φτάνει η αλεπού». Αν το καλοσκεφτούμε, οι ακραίοι λαϊκιστές του ΠΑΣΟΚ, της ΝΔ, του ΛΑΟΣ, τα βρίσκουνε μια χαρά μεταξύ τους: αν πετούσαν τις κομματικές τους φανέλες, θα μπορούσαν όλοι κάλλιστα να ανήκουν στα γραφικά γκρουπούσκουλα, τη «Σπίθα» ή το «Άρμα Πολιτών». Αυτά όμως είναι γραφικά μόνο επειδή είναι μικρά. Ενώ, αντίθετα, το κύριο σώμα και η έκφραση του λαϊκισμού, που κρατά δέσμια το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ στον παλιό, χειρότερο εαυτό τους, και καθορίζει ολοκληρωτικά το ΛΑΟΣ, δεν είναι διόλου γραφικό, γιατί έχει όγκο, μέγεθος, και απειλή να συμπαρασύρει τη χώρα στο δικό του ολέθριο δρόμο.
Όμως το νέο Κέντρο πρέπει να ορισθεί και θετικά, ως αυτό που πραγματικά είναι: η φωνή της πλειοψηφίας των Ελληνίδων και των Ελλήνων πολιτών που είναι σαφής στο θετικό όραμα που αποζητά για τον τόπο, δηλαδή το όραμα μιας φιλελεύθερης κοινωνίας ευρωπαϊκού τύπου, με σύγχρονο κράτος δικαίου, με ευνομία, ισονομία και σωστή λειτουργία των θεσμών. Το όραμα μιας Ελλάδας όπου το κράτος υπηρετεί τους πολίτες, και το Δημόσιο Συμφέρον, και δεν είναι ούτε όργανο των κομμάτων—όπως το κατάντησε η κομματοκρατία των δύο μεγάλων κομμάτων—ούτε μπαμπούλας ολοκληρωτικού τύπου, που εξουσιάζει τις ζωές των πολιτών, όπως το ονειρεύεται η Αριστερά. Το όραμα μιας Ελλάδας όπου η πολιτική και το κράτος υπηρετούν τους πολίτες που αγαπούν τον τόπο τους και θέλουν να ζουν εδώ ειρηνικά και δημιουργικά.
Το νέο αυτό Κέντρο πρέπει να στελεχωθεί από νέους ανθρώπους—νέους στην πολιτική αλλά και, νομίζω, ως επί το πλείστον σχετικά νέους ηλικιακά—που μπορούν με συνέπεια λόγου, πράξης και προσωπικού ιστορικού να εκφράσουν την ουσία του, τη μετριοπάθεια στην πολιτική, και τη στήριξη της δημιουργικότητας στην καθημερινή ζωή, αυτά δηλαδή που είναι το αιτούμενο όλων των καλών πολιτών.
Κάθε εθνική κρίση, κυρίως αν είναι οικονομική, ωθεί τους ανθρώπους στα άκρα, που τα προσεγγίζουν μέσα στην απελπισία του, γιατί τα άκρα πάντα ψεύδονται, συνειδητά ή ασυνείδητα, προσφέροντας την εύκολη ρητορική των απατηλών υποσχέσεων, αντί τη δύσκολη ουσία, που απαιτεί η πραγματικότητα. Η δική μας Κρίση δεν είναι διαφορετική και το βλέπουμε στις δημοσκοπήσεις: τα άκρα ανεβαίνουν, όχι μόνο η Αριστερά, ο ΛΑΟΣ και τα ακροδεξιά μορφώματα, αλλά—ακόμη πιο επικίνδυνα—οι ακραία λαϊκίστικες τάσεις στα δυο μεγάλα (για πόσο ακόμη;) κόμματα. Αν αυτό συνεχισθεί, αν δεν υπάρξει αντίδραση, ο τόπος θα διαλυθεί από τις φυγόκεντρες δυνάμεις των άκρων, ο κοινωνικός ιστός θα διαλυθεί. Η οικονομία θα τσακιστεί, και η Ελλάδα δε θα αντέξει, θα απομονωθεί πολιτικά από τη Δύση και θα γίνει χώρα του Τρίτου Κόσμου, ξανά «ψωροκώσταινα», το υποψήφιο θύμα του κάθε αυριανού ολιγάρχη, μαφιόζου ή δικτάτορα.
Για να αποφευχθεί η διάλυση στην οποία μας τραβούν ολοταχώς, από δυο μεριές, τα άκρα, εντός και εκτός μεγάλων κομμάτων, πρέπει να αποκτήσουμε πάλι Κέντρο. Το σάπιο κομματικό σύστημα θα διαλυθεί για να ανασυντεθεί υγιώς μόνο αν ο κεντρώος χώρος ξανα-αποκτήσει έκφραση, αυτοσυνειδησία και φωνή.
Μόνο ένα νέο, ισχυρό Κέντρο μπορεί να σώσει τη χώρα από την καταστροφή.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΔΟΞΙΑΔΗΣ
ellispoint
logia-starata
Περί Νέου Κέντρου: Άρθρο του ιατρού Νίκου Κεραμάρη
Άρθρο-σχόλιο σε όσα προτείνει ο κ.Απόστολος Δοξιάδης, περί ανάγκης νέου πολιτικού "κέντρου" που είναι αναγκαίο να δημιουργηθεί για να σώσει τη χώρα από την καταστροφή.
Δε συμφωνώ σε όλα, αλλά η ιστορική αναδρομή είναι υποδειγματική (ιδίως η
ανάδειξη του σκοτεινού ρόλου του ποταπού δημαγωγού Ανδρέα στο διαχρονικό
εκμαυλισμό πολιτών και πολιτικών όλων των αποχρώσεων, για να μη θυμηθούμε τα
προδικτατορικά κατορθώματά του) , αλλά και πολλές από τις προτάσεις για το
σήμερα είναι τουλάχιστον ερεθιστικές.
Βέβαια ο φίλος μας εμφανίζει ενα δίλημμα στην Ελλάδα του σήμερα. Εγώ πάλι θεωρώ ότι πρόκειται για τρίλημμα. Δεν υπάρχει δίλημμα μεταξύ λαϊκιστών κάθε προέλευσης από τη μια και (υποτίθεται) ώριμων, υπεύθυνων φιλελεύθερων από την άλλη. Διότι ο αντίλογος με σημερινούς όρους είναι ότι τότε το δίλημμα είναι με τους νταβατζήδες και το Κόμμα του Μνημονίου ή απέναντι? Και εγώ με τους λαΙκιστές δεν είμαι, αλλά δεν είμαι και με τους νταβατζήδες του μνημονίου και των ΜΜΕ. Οπότε?
Στην ουσία έχουμε μπροστά μας τρεις επιλογές, αλλά στα δικά μου φτωχά και ταπεινά ματια έναν δρόμο: ανάμεσα στη Σκύλα του λαικισμού (που όντως διατρέχει όλο το πολιτικό σκηνικό, αλλά με έμφαση στη φασίζουσα ακροδεξιά του Καρατζαφέρη, αλλά και ορισμένων βαρεμένων στη ΝΔ, αλλά κατ' εξοχήν στους σύγχρονους τιμητές της πολιτικής ζωής, την Αριστερά στις διάφορες εκφάνσεις της - δε συζητώ δε για τους ανανήψαντες νεο-σταλινικούς του ΚΚΕ που αποθεώνουν το Ζαχαριάδη και το Στάλιν, αλλά δεν αποκαθιστούν τον Άρη!) και τη Χάρυβδη της εθελοδουλείας, της κλεπτοκρατίας, των νταβατζήδων, των νεο-φιλελευθερων μονόδρομων, των απάτριδων αρνητών του Ελληνισμού (βλέπε Ρεπούση - κορυφαίο στέλεχος του κου Κουβέλη για να μη ξεχνιόμαστε), των φιλελευθερο-διεθνιστών του ΕΛΙΑΜΕΠ και του Κολωνακίου, των προδοτών του συναφιού του Βρυκόλακα και της κόρης του, των οπαδών του σχεδίου ΑΥΝΑΝ (sic) (Giorgos, Dora klp).
ΕΝΑΝΤΙΑ ΛΟΙΠΟΝ ΣΤΗΝ ΚΛΕΠΤΟΚΡΑΤΙΑ, ΤΟΥΣ ΝΤΑΒΑΤΖΗΔΕΣ, ΤΟΥΣ ΑΠΑΤΡΙΔΕΣ ΚΑΙ ΕΞΩΜΟΤΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ, ΣΤΑ ΝΕΟ-ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΑΑ ΤΣΙΡΑΚΙΑ ΤΟΥ ΜΝΗΜΟΝΙΟΥ (ΠΟΥ ΑΓΩΝΙΟΥΝ ΟΧΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, ΑΛΛΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ ΤΗΣ ΕΛΙΤ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΑΥΤΟ ΠΡΟΣΚΥΝΟΥΝ ΤΗΝ ΤΡΟΙΚΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΝΗΜΟΝΙΟ), ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΗΣ ΑΠΟΛΥΤΗΣ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗΣ ΤΗΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΗΓΕΜΟΝΙΑΣ ΤΗΣ (ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΟΥ ΔΙΑΛΥΜΕΝΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ). ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΔΕΞΙΑ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΙΣΑΛΛΟΔΟΞΙΑΣ, ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟΥΣ ΑΡΝΗΤΕΣ ΚΑΘΕ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ, ΕΝΑΝΤΙΑ ΤΕΛΟΣ ΣΤΟΥΣ ΑΡΝΗΤΕΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΙΚΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ, ΠΟΙΟΣ ΔΡΟΜΟΣ ΜΕΝΕΙ?
Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ, Ο ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΑΞΙΟΠΡΕΠΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗ ΜΕ ΟΡΑΤΟ ΣΤΟΧΟ ΤΗΝ ΑΝΑΚΑΜΨΗ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ (ΟΧΙ ΤΗΝ ΕΞΑΘΛΙΩΣΗ), Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΩΝ ΩΡΙΜΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ ΧΩΡΙΣ ΠΕΛΑΤΕΙΑΚΕΣ ΚΗΔΕΜΟΝΕΥΣΕΙΣ, Η ΦΩΤΕΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, ΤΗΣ ΠΑΤΑΞΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ (ΚΥΡΙΑΡΧΑ ΣΤΟ ΜΥΑΛΟ ΜΑΣ), ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ, ΤΗΣ ΓΕΝΙΑΣ ΜΑΣ ΒΡΕ ΑΔΕΛΦΕ! ΓΙΑΤΙ ΕΙΜΑΣΤΕ ΥΠΕΡΗΦΑΝΟΙ ΠΟΥ ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΛΛΗΝΕΣ ΟΧΙ ΓΙΑ ΤΑ ΚΛΑΜΠΑΚΙΑ ΤΗΣ ΜΥΚΟΝΟΥ, ΑΛΛΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΡΘΕΝΩΝΑ, ΤΗΝ ΥΔΡΑ, ΤΗΝ ΚΡΗΤΗ, ΤΗΝ ΠΙΝΔΟ, ΤΟ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ, ΤΟΝ ΕΛΥΤΗ, ΤΟ ΣΕΦΕΡΗ!
ΕΝΑ ΠΑΡΟΜΟΙΟ ΝΕΟ ΚΕΝΤΡΟ ΕΧΕΙ ΑΝΑΓΚΗ Ο ΤΟΠΟΣ, ΡΗΞΙΚΕΛΕΥΘΟ, ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΤΙΚΟ, ΑΝΤΙ-ΛΑΙΚΙΣΤΙΚΟ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟ ΧΩΡΙΣ ΝΕΟ-ΦΙΛΕΛΥΘΕΡΕΣ ΕΜΜΟΝΕΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥΣ-ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥΣ ΔΑΡΒΙΝΙΣΜΟΥΣ, ΕΝΑ ΚΕΝΤΡΟ ΑΣΤΙΚΟ, ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ, ΑΛΛΑ ΚΥΡΙΩΣ ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΟ.
Ο κος Δοξιάδης ξεχνά τα μισά, οπότε ας μη ξαφνιάζεται για την αδυναμία επικοινωνίας των διανοουμενίστικων κύκλων του με τον μέσο πολίτη, το νοικοκύρη, τον επιστήμονα και τον επαγγελματία της μεσαίας τάξης που αποτελούν με την μετριοπάθεια και τη σωφροσύνη τους τη ραχοκοκκαλιά της κοινωνίας, αλλά και της δημοκρατίας.
Βέβαια ο φίλος μας εμφανίζει ενα δίλημμα στην Ελλάδα του σήμερα. Εγώ πάλι θεωρώ ότι πρόκειται για τρίλημμα. Δεν υπάρχει δίλημμα μεταξύ λαϊκιστών κάθε προέλευσης από τη μια και (υποτίθεται) ώριμων, υπεύθυνων φιλελεύθερων από την άλλη. Διότι ο αντίλογος με σημερινούς όρους είναι ότι τότε το δίλημμα είναι με τους νταβατζήδες και το Κόμμα του Μνημονίου ή απέναντι? Και εγώ με τους λαΙκιστές δεν είμαι, αλλά δεν είμαι και με τους νταβατζήδες του μνημονίου και των ΜΜΕ. Οπότε?
Στην ουσία έχουμε μπροστά μας τρεις επιλογές, αλλά στα δικά μου φτωχά και ταπεινά ματια έναν δρόμο: ανάμεσα στη Σκύλα του λαικισμού (που όντως διατρέχει όλο το πολιτικό σκηνικό, αλλά με έμφαση στη φασίζουσα ακροδεξιά του Καρατζαφέρη, αλλά και ορισμένων βαρεμένων στη ΝΔ, αλλά κατ' εξοχήν στους σύγχρονους τιμητές της πολιτικής ζωής, την Αριστερά στις διάφορες εκφάνσεις της - δε συζητώ δε για τους ανανήψαντες νεο-σταλινικούς του ΚΚΕ που αποθεώνουν το Ζαχαριάδη και το Στάλιν, αλλά δεν αποκαθιστούν τον Άρη!) και τη Χάρυβδη της εθελοδουλείας, της κλεπτοκρατίας, των νταβατζήδων, των νεο-φιλελευθερων μονόδρομων, των απάτριδων αρνητών του Ελληνισμού (βλέπε Ρεπούση - κορυφαίο στέλεχος του κου Κουβέλη για να μη ξεχνιόμαστε), των φιλελευθερο-διεθνιστών του ΕΛΙΑΜΕΠ και του Κολωνακίου, των προδοτών του συναφιού του Βρυκόλακα και της κόρης του, των οπαδών του σχεδίου ΑΥΝΑΝ (sic) (Giorgos, Dora klp).
ΕΝΑΝΤΙΑ ΛΟΙΠΟΝ ΣΤΗΝ ΚΛΕΠΤΟΚΡΑΤΙΑ, ΤΟΥΣ ΝΤΑΒΑΤΖΗΔΕΣ, ΤΟΥΣ ΑΠΑΤΡΙΔΕΣ ΚΑΙ ΕΞΩΜΟΤΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ, ΣΤΑ ΝΕΟ-ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΑΑ ΤΣΙΡΑΚΙΑ ΤΟΥ ΜΝΗΜΟΝΙΟΥ (ΠΟΥ ΑΓΩΝΙΟΥΝ ΟΧΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, ΑΛΛΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ ΤΗΣ ΕΛΙΤ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΑΥΤΟ ΠΡΟΣΚΥΝΟΥΝ ΤΗΝ ΤΡΟΙΚΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΝΗΜΟΝΙΟ), ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΗΣ ΑΠΟΛΥΤΗΣ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗΣ ΤΗΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΗΓΕΜΟΝΙΑΣ ΤΗΣ (ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΟΥ ΔΙΑΛΥΜΕΝΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ). ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΔΕΞΙΑ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΙΣΑΛΛΟΔΟΞΙΑΣ, ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟΥΣ ΑΡΝΗΤΕΣ ΚΑΘΕ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ, ΕΝΑΝΤΙΑ ΤΕΛΟΣ ΣΤΟΥΣ ΑΡΝΗΤΕΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΙΚΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ, ΠΟΙΟΣ ΔΡΟΜΟΣ ΜΕΝΕΙ?
Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ, Ο ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΑΞΙΟΠΡΕΠΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗ ΜΕ ΟΡΑΤΟ ΣΤΟΧΟ ΤΗΝ ΑΝΑΚΑΜΨΗ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ (ΟΧΙ ΤΗΝ ΕΞΑΘΛΙΩΣΗ), Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΩΝ ΩΡΙΜΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ ΧΩΡΙΣ ΠΕΛΑΤΕΙΑΚΕΣ ΚΗΔΕΜΟΝΕΥΣΕΙΣ, Η ΦΩΤΕΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, ΤΗΣ ΠΑΤΑΞΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ (ΚΥΡΙΑΡΧΑ ΣΤΟ ΜΥΑΛΟ ΜΑΣ), ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ, ΤΗΣ ΓΕΝΙΑΣ ΜΑΣ ΒΡΕ ΑΔΕΛΦΕ! ΓΙΑΤΙ ΕΙΜΑΣΤΕ ΥΠΕΡΗΦΑΝΟΙ ΠΟΥ ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΛΛΗΝΕΣ ΟΧΙ ΓΙΑ ΤΑ ΚΛΑΜΠΑΚΙΑ ΤΗΣ ΜΥΚΟΝΟΥ, ΑΛΛΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΡΘΕΝΩΝΑ, ΤΗΝ ΥΔΡΑ, ΤΗΝ ΚΡΗΤΗ, ΤΗΝ ΠΙΝΔΟ, ΤΟ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ, ΤΟΝ ΕΛΥΤΗ, ΤΟ ΣΕΦΕΡΗ!
ΕΝΑ ΠΑΡΟΜΟΙΟ ΝΕΟ ΚΕΝΤΡΟ ΕΧΕΙ ΑΝΑΓΚΗ Ο ΤΟΠΟΣ, ΡΗΞΙΚΕΛΕΥΘΟ, ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΤΙΚΟ, ΑΝΤΙ-ΛΑΙΚΙΣΤΙΚΟ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟ ΧΩΡΙΣ ΝΕΟ-ΦΙΛΕΛΥΘΕΡΕΣ ΕΜΜΟΝΕΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥΣ-ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥΣ ΔΑΡΒΙΝΙΣΜΟΥΣ, ΕΝΑ ΚΕΝΤΡΟ ΑΣΤΙΚΟ, ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ, ΑΛΛΑ ΚΥΡΙΩΣ ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΟ.
Ο κος Δοξιάδης ξεχνά τα μισά, οπότε ας μη ξαφνιάζεται για την αδυναμία επικοινωνίας των διανοουμενίστικων κύκλων του με τον μέσο πολίτη, το νοικοκύρη, τον επιστήμονα και τον επαγγελματία της μεσαίας τάξης που αποτελούν με την μετριοπάθεια και τη σωφροσύνη τους τη ραχοκοκκαλιά της κοινωνίας, αλλά και της δημοκρατίας.
ΤΟ ΝΕΟ ΚΕΝΤΡΟ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΟ ΚΑΙ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΤΙΚΟ Ή ΔΕ ΘΑ ΥΠΑΡΞΕΙ!
Από το προσκλητήριο για το νέο Κέντρο, για τη νέα ελπίδα της ματωμένης πατρίδας, για τον τρίτο δρόμο ανάμεσα στη Σκύλα και τη Χάρυβδη, τώρα που η χώρα είναι γατζωμένη στα βράχια του γκρεμού (όχι στο χείλος του), δε μπορεί να λείψει κανείς. Εχέφρονες, υπεύθυνοι και πατριώτες υπάρχουν σε όλους τους χώρους και σε όλα τα κόμματα (αν και πιθανόν να αξίζει να προσέξουμε και τις νέες ζυμώσεις εκτός επαγγελματιών πολιτικών στο χώρο του κέντρου)! Ας τους αναζητήσουμε και ας τους στηρίξουμε! Με εκλογές γρήγορα για να εκφρασθεί η πατριωτική πλειοψηφία στις κάλπες! Αν τα παρόντα κόμματα αδυνατούν να υπερβούν τους εαυτούς τους, θα θυσιασθούν (ως αποδιοπομπαίοι τράγοι) στην κάλπη!
Η τελευταία εφεδρεία του παρόντος πολιτικού (και υπό κατάρρευση, όπως προ-οιωνίζει η αποσύνθεση του αμαρτωλού και δημαγωγικού ΠΑΣΟΚ) συστήματος, ο Αντώνης Σαμαράς μπορεί να ανταποκριθεί στα καλέσματα της νέας εποχής, να τα εγκολπωθεί και να τα κατευθύνει ως έμπειρος πολιτικός και αποδεδειγμένα πατριώτης ή θα αφήσει τον παλαιοκομματισμό και τις καμαρίλες της ΝΔ να τον παρασύρουν στη λήθη;
Νίκος Κεραμάρης
*N.
C. Keramaris MD, DSc/PhD (Athens), MSc (Athens), MSc (Sheffield)
Resident in Orthopaedic Surgery
Vice-president of the Hellenic Junior Doctors' and Health Scientists' Society
e-mail: nkeram2002@yahoo.gr, nckeram@gmail.com
Resident in Orthopaedic Surgery
Vice-president of the Hellenic Junior Doctors' and Health Scientists' Society
e-mail: nkeram2002@yahoo.gr, nckeram@gmail.com
logia-starata.blogspot.com
1 σχόλιο:
Με τον κ. Δοξιάδη εν συμφωνούμε,
με τον κ. Κεραμάρη ευθυμήσαμε δεόντως με όλα αυτά τα δακρύβρεχτα που είχε την καλωσύνη να μας παραθέσει γιά τον Αντωνάκη (τον Σαμαρά ντέ).
Αγαπητό "κρυφό καμάρι", μιάς και φιλοξενήσατε τις σκέψεις του, θεωρούμε ότι θα ήτανν καλό να τον ρωτήσετε: "κε Κεραμάρη, το άλλο με τον Τοτό, το ξέρεις;;).
Κάτι τέτοια ανέκδοτα ακούγουνταν στο Yale (ξέρει ο Αντωνάκης, ο κ. Κεραμάρης ίσως δεν ξέρει).
Φυσικά θα ήταν κουραστικό να τον ρωτήσετε γιά τις τεράστιες ευθύνες του Αντωνάκη γιά το Σκοπιανό, την κατακρήμνιση της δημοκρατικά εκλεγμένης κυβερνήσεως Μητσοτάκη, την επάνοδο στα πράγματα του λειψάνου Παπανδρέου και των Μιμίκων με τα τραγικά αποτελέσματα των επομένων δεκαετιών (κυβερνήσεις Σημίτη, Κωστάκη Καραμανλή, Γιωργάκη Παπανδρέου). Αυτά μήν τα ρωτάτε, μπορεί να τα έχειι ξεχάσει κι ο ίδιος ο κ. Κεραμάρης. Κάποιοι άλλοι πάντως όχι....
Αγαμέμνων Πρίαμος
Δημοσίευση σχολίου