Το κληρικόσηµο, τα αχθοφορικά και λεµβουχικά τέλη, οι εισφορές υπέρ των
ποδοσφαιρικών οµοσπονδιών και οι δασµοί για την ενίσχυση του ΕΟΤ περιλαµβάνονται
στους εκατοντάδες φόρους, τέλη και κρατήσεις υπέρ τρίτων που σχεδιάζει να
καταργήσει το υπουργείο Οικονοµικών.
Σύµφωνα µε πηγές του υπουργείου Οικονοµικών, η καταγραφή των φόρων αυτών αναµένεται να αρχίσει στα µέσα Απριλίου υπό την επίβλεψη του υφυπουργού ∆. Κουσελά. «Θα συνεργαστούµε µε τα υπόλοιπα υπουργεία προκειµένου να χαρτογραφήσουµε τη σηµερινή κατάσταση και να αποφασίσουµε ποιοι φόροι θα διατηρηθούν και ποιοι θα καταργηθούν», λένε στα «ΝΕΑ» οι ίδιες πηγές και συµπληρώνουν ότι «πολλοί φόροι υπέρ τρίτων λειτουργούν κατά της ανταγωνιστικότητας της οικονοµίας». Οι φόροι υπέρ τρίτων αποτελούν θεσµοθετηµένες – κάποιες από τον προηγούµενο αιώνα – οικονοµικές επιβαρύνσεις που επιβάλλονται σε άτοµα ή επιχειρήσεις για την οικονοµική ενίσχυση εκατοντάδων οργανισµών, νοµικών πρoπων
δηµοσίου και ιδιωτικού τοµέα, ασφαλιστικών ταµείων, αθλητικών σωµατείων κ. λπ.
Το βασικό κίνητρο µε το οποίο έχουν επιβληθεί οι περισσότεροι φόροι υπέρ τρίτων είναι η εξασφάλιση θεσµοθετηµένων οικονοµικών ενισχύσεων για κάποιους φορείς. Ετσι, µέρος των φόρων αυτών εισπράττεται από το ∆ηµόσιο και στη συνέχεια αποδίδεται µέσω του κρατικού προϋπολογισµού ενώ οι υπόλοιποι εισπράττονται απευθείας από τους φορείς.
ΑΠΟ ΤΟΝ... ΣΟΦΟΥΛΗ. Πάντως, τόσο η καταγραφή των φόρων υπέρ τρίτων όσο και η κατάργησή τους δεν είναι εύκολη υπόθεση. Η πρώτη προσπάθεια γενικότερης µεταρρύθµισης του όλου συστήµατος των φόρων υπέρ τρίτων έγινε το 1947 επί πρωθυπουργίας Θεµιστοκλή Σοφούλη. Για τη δεύτερη προσπάθεια έπρεπε να µεσολαβήσουν 49 ολόκληρα χρόνια (1996). Το 2000 έγινε ακόµη µια καταγραφή, ενώ η τελευταία προσπάθεια αποτύπωσης των φόρων υπέρ τρίτων χρονολογείται το 2002 (πόρισµα Επιτροπής Γεωργακόπουλου). Συνολικά καταγράφηκαν περίπου 600 φόροι υπέρ τρίτων, που είτε εµφανίζονται στον προϋπολογισµό είτε εισπράττονται κατ’ ευθείαν από τρίτους. Σε κάθε περίπτωση, ο αριθµός των φόρων αυτών δεν έχει σταµατήσει να αυξάνεται λόγω της επιρροής που ασκείται από διάφορες οµάδες πίεσης.
ΠΙΕΖΕΙ Η ΤΡΟΪΚΑ. Η κατάργηση των φόρων υπέρ τρίτων αποτελεί και αίτηµα της τρόικας, τα στελέχη της οποίας έχουν διαπιστώσει πως το κόστος υπηρεσιών και προϊόντων στην Ελλάδα (και συνακόλουθα ο πληθωρισµός) επηρεάζεται από συντεχνιακούς δασµούς και αδιαφανείς φόρους που, αν και έχουν µικρή συµµε τοχή στα δηµόσια έσοδα, επηρεάζουν δυσανάλογα την τελική κατανάλωση και την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής παραγωγής.
ΟΙ ΦΟΡΟΙ ΑΥΤΟΙ πολλές φορές επιβαρύνουν µόνο τα εγχώρια προϊόντα και όχι τα εισαγόµενα, ενώ δεν επιστρέφονται κατά την εξαγωγή. Ακόµη, πλήττουν επιλεκτικά επαγγέλµατα, προϊόντα, δραστηριότητες ή συντελεστές, µε αποτέλεσµα το όφελος να περιέρχεται σε άλλους. Μάλιστα, έχει καταδειχθεί πως οι φόροι υπέρ τρίτων συνήθως κατευθύνονται για καταναλωτικούς σκοπούς, δεν επενδύονται και σε κάποιες περιπτώσεις επιβαρύνουν τις δηµόσιες δαπάνες.
Οι κρατήσεις υπέρ τρίτων επιβάλλονται κατά κανόνα ως έµµεση φορολογία και καλύπτουν συναλλαγές που επιβαρύνουν περισσότερο τις ασθενέστερες τάξεις. Πάντως, ο τρόπος χρήσης των χρηµάτων που εισπράττονται από τους τρίτους, όπως και η ανάγκη χορήγησης της ενίσχυσης δεν ελέγχονται από την κεντρική κυβέρνηση.
Σύµφωνα µε πηγές του υπουργείου Οικονοµικών, η καταγραφή των φόρων αυτών αναµένεται να αρχίσει στα µέσα Απριλίου υπό την επίβλεψη του υφυπουργού ∆. Κουσελά. «Θα συνεργαστούµε µε τα υπόλοιπα υπουργεία προκειµένου να χαρτογραφήσουµε τη σηµερινή κατάσταση και να αποφασίσουµε ποιοι φόροι θα διατηρηθούν και ποιοι θα καταργηθούν», λένε στα «ΝΕΑ» οι ίδιες πηγές και συµπληρώνουν ότι «πολλοί φόροι υπέρ τρίτων λειτουργούν κατά της ανταγωνιστικότητας της οικονοµίας». Οι φόροι υπέρ τρίτων αποτελούν θεσµοθετηµένες – κάποιες από τον προηγούµενο αιώνα – οικονοµικές επιβαρύνσεις που επιβάλλονται σε άτοµα ή επιχειρήσεις για την οικονοµική ενίσχυση εκατοντάδων οργανισµών, νοµικών πρoπων
δηµοσίου και ιδιωτικού τοµέα, ασφαλιστικών ταµείων, αθλητικών σωµατείων κ. λπ.
Το βασικό κίνητρο µε το οποίο έχουν επιβληθεί οι περισσότεροι φόροι υπέρ τρίτων είναι η εξασφάλιση θεσµοθετηµένων οικονοµικών ενισχύσεων για κάποιους φορείς. Ετσι, µέρος των φόρων αυτών εισπράττεται από το ∆ηµόσιο και στη συνέχεια αποδίδεται µέσω του κρατικού προϋπολογισµού ενώ οι υπόλοιποι εισπράττονται απευθείας από τους φορείς.
ΑΠΟ ΤΟΝ... ΣΟΦΟΥΛΗ. Πάντως, τόσο η καταγραφή των φόρων υπέρ τρίτων όσο και η κατάργησή τους δεν είναι εύκολη υπόθεση. Η πρώτη προσπάθεια γενικότερης µεταρρύθµισης του όλου συστήµατος των φόρων υπέρ τρίτων έγινε το 1947 επί πρωθυπουργίας Θεµιστοκλή Σοφούλη. Για τη δεύτερη προσπάθεια έπρεπε να µεσολαβήσουν 49 ολόκληρα χρόνια (1996). Το 2000 έγινε ακόµη µια καταγραφή, ενώ η τελευταία προσπάθεια αποτύπωσης των φόρων υπέρ τρίτων χρονολογείται το 2002 (πόρισµα Επιτροπής Γεωργακόπουλου). Συνολικά καταγράφηκαν περίπου 600 φόροι υπέρ τρίτων, που είτε εµφανίζονται στον προϋπολογισµό είτε εισπράττονται κατ’ ευθείαν από τρίτους. Σε κάθε περίπτωση, ο αριθµός των φόρων αυτών δεν έχει σταµατήσει να αυξάνεται λόγω της επιρροής που ασκείται από διάφορες οµάδες πίεσης.
ΠΙΕΖΕΙ Η ΤΡΟΪΚΑ. Η κατάργηση των φόρων υπέρ τρίτων αποτελεί και αίτηµα της τρόικας, τα στελέχη της οποίας έχουν διαπιστώσει πως το κόστος υπηρεσιών και προϊόντων στην Ελλάδα (και συνακόλουθα ο πληθωρισµός) επηρεάζεται από συντεχνιακούς δασµούς και αδιαφανείς φόρους που, αν και έχουν µικρή συµµε τοχή στα δηµόσια έσοδα, επηρεάζουν δυσανάλογα την τελική κατανάλωση και την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής παραγωγής.
ΟΙ ΦΟΡΟΙ ΑΥΤΟΙ πολλές φορές επιβαρύνουν µόνο τα εγχώρια προϊόντα και όχι τα εισαγόµενα, ενώ δεν επιστρέφονται κατά την εξαγωγή. Ακόµη, πλήττουν επιλεκτικά επαγγέλµατα, προϊόντα, δραστηριότητες ή συντελεστές, µε αποτέλεσµα το όφελος να περιέρχεται σε άλλους. Μάλιστα, έχει καταδειχθεί πως οι φόροι υπέρ τρίτων συνήθως κατευθύνονται για καταναλωτικούς σκοπούς, δεν επενδύονται και σε κάποιες περιπτώσεις επιβαρύνουν τις δηµόσιες δαπάνες.
Οι κρατήσεις υπέρ τρίτων επιβάλλονται κατά κανόνα ως έµµεση φορολογία και καλύπτουν συναλλαγές που επιβαρύνουν περισσότερο τις ασθενέστερες τάξεις. Πάντως, ο τρόπος χρήσης των χρηµάτων που εισπράττονται από τους τρίτους, όπως και η ανάγκη χορήγησης της ενίσχυσης δεν ελέγχονται από την κεντρική κυβέρνηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου