Πρόκειται για μια φλεγμονή του ήπατος, οξεία ή χρόνια, που οφείλεται στον ιό της ηπατίτιδας Β. Η χρόνια ηπατίτιδα μπορεί να οδηγήσει σε κίρρωση και ηπατοκυτταρικό καρκίνο. Υπολογίζεται ότι 25-40% των χρονίως πασχόντων από ηπατίτιδα Β καταλήγουν από επιπλοκές της κίρρωσης του ήπατος ή από ηπατοκυτταρικό καρκίνο. Το 1-3% των ασθενών με κίρρωση αναπτύσσει ηπατοκυτταρικό καρκίνο κάθε χρόνο. Ο ιός είναι ο μεγαλύτερος καρκινογόνος παράγοντας μετά το κάπνισμα.
Πόσο συχνή είναι η ηπατίτιδα Β;
Η χρόνια λοίμωξη από τον ιό της ηπατίτιδας Β είναι πολύ συχνή, αφού προσβάλλει το 5% του πληθυσμού της Γης (350.000.000 άτομα). Η χρόνια ηπατίτιδα Β είναι διπλάσια σε συχνότητα από την ηπατίτιδα C και δεκαπλάσια από το AIDS. Στις βαλκανικές χώρες και στην Ανατολική Ευρώπη η
συχνότητα των «φορέων» είναι σχετικώς μεγάλη (2-7%). Στην Ελλάδα υπολογίζεται σε περίπου 3%.
Πώς μεταδίδεται;
Η μετάδοση του ιού γίνεται παρεντερικά με μεταγγίσεις αίματος (πριν από το 1970), σεξουαλικά, κατά τον τοκετό ή ενδοοικογενειακά (ο σημαντικότερος τρόπος μετάδοσης στον τόπο μας). Σήμερα, οι νέες περιπτώσεις ηπατίτιδας Β αφορούν κυρίως τη σεξουαλική μετάδοση (ομοφυλοφιλία ή πολλαπλές ανεξέλεγκτες σεξουαλικές σχέσεις) ή τη μετάδοση με την ενδοφλέβια χρήση τοξικών ουσιών. Ο ιός δεν προσβάλλει τα κατοικίδια ζώα ή τα έντομα και έτσι δεν μεταδίδεται από αυτά. Ο ιός δεν μεταδίδεται από μαγειρικά σκεύη, τουαλέτες ή γενικότερα με την κοινωνική επαφή. Οι πάσχοντες θα πρέπει να μη μοιράζονται με άλλους βελόνες ή αιχμηρά προσωπικά αντικείμενα (οδοντόβουρτσες, ξυραφάκια και ό,τι προκαλεί μικροτραυματισμό).
Ομάδες μεγάλου κινδύνου έκθεσης στον ιό αποτελούν οι πολυμεταγγιζόμενοι, οι αιμοκαθαιρόμενοι σε μονάδες τεχνητού νεφρού, οι μεταμοσχευμένοι, άτομα σε στενή επαφή με φορείς ηπατίτιδας Β (π.χ. τα παιδιά μητέρων - «φορέων» και οι σεξουαλικοί σύντροφοί τους), οι άνδρες ομοφυλόφιλοι, οι ετεροφυλόφιλοι με πολλαπλές σεξουαλικές σχέσεις, όσοι έχουν ιστορικό σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων, οι χρήστες τοξικών ουσιών (από μολυσμένες σύριγγες και βελόνες, έστω και για 1 φορά), οι αστυνομικοί, το προσωπικό και οι τρόφιμοι των φυλακών, τα άτομα με αναπτυξιακές αναπηρίες και όσοι εργάζονται στα ιδρύματα για τα άτομα αυτά, τα άτομα που ταξιδεύουν συχνά σε χώρες όπου η ηπατίτιδα Β είναι συχνή, οι εργαζόμενοι σε υπηρεσίες καθαριότητας και επεξεργασίας λυμάτων και οι εργαζόμενοι στον τομέα υγείας (γιατροί, οδοντίατροι, νοσηλευτικό προσωπικό, εργαζόμενοι -π.χ. καθαρίστριες σε διαγνωστικά και ερευνητικά εργαστήρια).
Ποια είναι τα συμπτώματα;
Οι χρόνιοι «φορείς» του ιού (όσοι δηλαδή διατηρούν τον ιό στον οργανισμό τους για διάστημα μεγαλύτερο από 6 μήνες) νιώθουν υγιείς. Οσοι παρουσιάζουν βλάβες στο ήπαρ, δεν παρουσιάζουν συμπτώματα για μερικές δεκαετίες μέχρι να αναπτυχθεί κίρρωση του ήπατος. Οσοι δεν παρουσιάζουν βλάβες (ανενεργείς φορείς) χρειάζονται παρακολούθηση εφ' όρου ζωής γιατί μπορεί να τις εκδηλώσουν αργότερα.
Πώς γίνεται η διάγνωση;
Λόγω της έλλειψης συμπτωμάτων για πολλά χρόνια, η διάγνωση της ηπατίτιδας Β γίνεται τυχαία στις περισσότερες περιπτώσεις (συνηθέστερα σε αιμοδοσία). Υπόνοια για την παρουσία ηπατίτιδας Β τίθεται επίσης μετά την ανίχνευση παθολογικών εργαστηριακών εξετάσεων (αυξημένων ενζύμων του ήπατος-τρανσαμινασών) σε τυχαίο έλεγχο ρουτίνας (check up). Σε εξετάσεις για ηπατίτιδα Β πρέπει να υποβάλλονται όσοι ανήκουν σε ομάδες μεγάλου κινδύνου. Μετά τη διάγνωση της οξείας λοίμωξης με τον HBV συνιστάται έλεγχος του σεξουαλικού συντρόφου και των οικείων του ατόμου, ενώ μετά τη διάγνωση της χρόνιας λοίμωξης και των ατόμων της πατρικής οικογένειας όπου μεγάλωσε (αδέλφια, γονείς). Είναι πολύ πιθανόν να ανευρεθούν και άλλα μέλη που έχουν εκτεθεί στον ιό κατά το απώτερο παρελθόν.
Η διάγνωση της χρόνιας ηπατίτιδας Β βασίζεται αρχικά στην ανίχνευση στο αίμα του αντιγόνου επιφανείας του ιού (παλαιότερα λεγόταν αυστραλιανό αντιγόνο). Η εξέταση είναι πολύ απλή, γίνεται σε όλα τα κέντρα παροχής υγείας (νοσοκομεία, κέντρα υγείας, κέντρα αιμοδοσίας, εργαστήρια ασφαλιστικών ταμείων κ.λπ.) σε όλη την επικράτεια και καλύπτεται πλήρως από τα ασφαλιστικά ταμεία.
Υπάρχει αποτελεσματική θεραπεία;
Η σημερινή θεραπεία για τη χρόνια ηπατίτιδα Β είναι αποτελεσματική και γίνεται με φάρμακα που υποβοηθούν το ανοσοποιητικό σύστημα στη μάχη του έναντι του ιού (οι ιντερφερόνες-α) καθώς και αντιιικά φάρμακα που εμποδίζουν άμεσα τον πολλαπλασιασμό του ιού (λαμιβουδίνη, αδεφοβίρη, εντεκαβίρη, τελμπιβουδίνη, τενοφοβίρη). Οι ιντερφερόνες-α χορηγούνται με ενέσεις, ενώ τα αντιιικά φάρμακα με χάπια. Τα φάρμακα αυτά δεν εκριζώνουν τον ιό, αλλά καταστέλλουν μακροχρόνια τον πολλαπλασιασμό του («τον κοιμίζουν»), γεγονός που ακολουθείται από υποχώρηση της ηπατίτιδας και ανακοπή της πορείας στην κίρρωση και τον ηπατοκυτταρικό καρκίνο. Οι ασθενείς υποτροπιάζουν συχνά όταν διακόπτουν τη θεραπεία με αντιιικά φάρμακα.
Υπάρχει ειδική δίαιτα για την ηπατίτιδα Β;
Ολοι οι ασθενείς με χρόνια ηπατίτιδα Β θα πρέπει να αποφεύγουν πλήρως την κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών και να διατηρούν φυσιολογικό σωματικό βάρος. Εκτός από τα παραπάνω, οι ασθενείς με ηπατίτιδα Β δεν χρειάζεται να υποβάλλονται σε κάποια ιδιαίτερη δίαιτα. Η χορήγηση βιταμινών δεν βοηθά στη θεραπευτική αντιμετώπιση της χρόνιας ηπατίτιδας.
Πώς προλαμβάνεται;
Η πρόληψη της ηπατίτιδας Β γίνεται με εμβολιασμό. Τα εμβόλια που κυκλοφορούν είναι φτιαγμένα στο εργαστήριο με τεχνικές μοριακής βιολογίας και είναι ασφαλή και αποτελεσματικά. Ο εμβολιασμός γίνεται καλά ανεκτός με ελάχιστες παρενέργειες, κυρίως τοπικές (ερύθημα, κνησμός), ενώ δεν προκαλεί κατά πλάκας σκλήρυνση. Ο εμβολιασμός δεν μεταδίδει ποτέ τον ιό αφού δεν τον περιέχει, γίνεται δωρεάν και γίνεται υποχρεωτικώς στα βρέφη και τους εφήβους από το 1998.
Η χρήση ελαστικών προφυλακτικών είναι απόλυτα απαραίτητη για ασθενείς με ηπατίτιδα Β και πολλαπλούς ερωτικούς συντρόφους, βραχυχρόνιες ερωτικές σχέσεις ή ομοφυλοφιλικές πρακτικές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου