Οι επιστήμονες του Ινστιτούτου Θαλάσσιας Προστασίας «Αρχιπέλαγος» πριν από λίγα χρόνια ξεκίνησαν λεπτομερείς καταγραφές της σύνθεσης των αλιευμάτων και όπως προκύπτει από τα δεδομένα το μέλλον της αλιείας στις ελληνικές θάλασσες είναι αμφίβολο. Σύμφωνα με τη συντονίστρια επιστημονικής έρευνας του «Αρχιπελάγους», υδροβιολόγο κυρία Αναστασία Μήλιου ,
πολλοί πληθυσμοί ψαριών απειλούνται.
Στην Ελλάδα η μικρής κλίμακας παράκτια αλιεία συνιστά δραστηριότητα θεμελιώδους κοινωνικοοικονομικής σημασίας για τις νησιωτικές και παράκτιες περιοχές. Αυτό αποδεικνύεται από τον μεγάλο αριθμό των σχετικών σκαφών (16.743- ο μεγαλύτερος στόλος στην Ευρώπη) που υπολογίζεται ότι συγκεντρώνουν περίπου 50% των αλιευμάτων. «Παρ΄ όλο που οι θάλασσές μας χαρακτηρίζονται από πλούσια βιοποικιλότητα και ιχθυαποθέματα, η χώρα μας πρωτοστατεί μεταξύ των χωρών της ΕΕ στις παράνομες, καταστρεπτικές και ανεξέλεγκτες αλιευτικές πρακτικές. Σε αυτό συμβάλλει το γεγονός ότι απουσιάζει οποιοδήποτε ουσιαστικό πλάνο διαχείρισης και ελέγχου των δραστηριοτήτων» επισημαίνει η κυρία Μήλιου.
Στην Ελλάδα, το ισχύον νομικό πλαίσιο διαχείρισης της αλιείας είναι ιδιαίτερα ελλιπές και επιτρέπει την υπεραλίευση. Παρ΄ όλο που το 2006 τέθηκε σε ισχύ ο ευρωπαϊκός κανονισμός «για τη βιώσιμη εκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων στη Μεσόγειο», η εφαρμογή του οποίου θα αποτελούσε μια πρώτη λύση σε πολλά προβλήματα της ελληνικής αλιείας, ως σήμερα η χώρα μας έχει προχωρήσει μόνο σε επιλεκτική εφαρμογή του.
Το αποτέλεσμα είναι να προκαλούνται εκτεταμένες και δύσκολα αναστρέψιμες καταστροφές σε τέτοιους θαλάσσιους βιότοπους. Τα λιβάδια Ποσειδωνίας χρειάζονται περισσότερα από 100 χρόνια για να ανακάμψουν της καταστροφής, ενώ υπολογίζεται ότι για τους υφάλους ασβεστολιθικών ροδοφυκών απαιτούνται ίσως και περισσότερα από 7.600 έτη για τον σχηματισμό τους. Ακόμη ένας λόγος που οδηγεί στην εξαφάνιση ψαριών είναι η αλίευση και εμπορία αλιευμάτων μικρότερων τού ελάχιστου επιτρεπόμενου αλιεύσιμου μεγέθους. «Το γεγονός ότι οι ιχθυαγορές και τα εστιατόρια συχνά κατακλύζονται από αλιεύματα μικρότερου μεγέθους από τα επιτρεπόμενααποτελεί απόδειξη ότι και αυτό το μέτρο ισχύει στα χαρτιά» σημειώνει η κυρία Μήλιου.
Επιπλέον, όπως συμβαίνει στις περισσότερες χώρες με σημαντική αλιευτική δραστηριότητα, ο καθορισμός δικτύων προστατευόμενων περιοχών αλιείας θα μπορούσε και στην Ελλάδα να διαφυλάξει την παραγωγικότητα των θαλασσών. Σύμφωνα με τη συντονίστρια Θαλάσσιας Ερευνας κυρία Μόνικα Δημητρίου οι υπάρχουσες προστατευόμενες περιοχές ή περιοχές όπου εφαρμόζονται αλιευτικοί περιορισμοί είναι λιγοστές και καθόλου επαρκείς. «Ορισμένα διεθνώς προστατευόμενα απειλούμενα είδη αλιεύονται ακούσια ή εκούσια ή θανατώνονται ηθελημένα, μεταφορτώνονται, εκφορτώνονται, πωλούνται, ενώ στην πλειονότητα των περιπτώσεωνοι αρμόδιες αρχές δεν προχωρούν στις σχετικές διώξεις» σημειώνει η κυρία Δημητρίου.
Πάντως η ευθύνη για το ποια ψάρια αλιεύονται- και τελικά πωλούνται- δεν ανήκει μόνο στους αλιείς, αλλά τη μοιράζονται εξίσου πωλητές και καταναλωτές. «Επιλέγοντας ψάρια τα οποία αλιεύονται αειφορικά, συμβάλλουμε στη μακροπρόθεσμη υγεία των θαλασσών» τονίζει η κυρία Μήλιου.
Παροδικά φαινόμενα εξαφάνισης
Ορισμένες περιόδους παρατηρείται εξαφάνιση ειδών η οποία δεν μπορεί να εξηγηθεί επιστημονικά. Τα χάντοκ (συγγενές είδος με τον μπακαλιάρο) κάθε πέντε χρόνια χάνονται από τη Βόρεια θάλασσα και αργότερα εμφανίζονται σε αφθονία, χωρίς κάποιος να μπορεί να δώσει μια λογική ερμηνεία του φαινομένου. Το ίδιο είχε συμβεί πριν από λίγα χρόνια και με τον ελληνικό γαύρο και τις γαρίδες. Τη μια χρονιά οι ψαριές ήταν μικρές και την επόμενη πλούσιες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου