Στο αρχείο τέθηκε η προκαταρκτική έρευνα που διεξήγαγε ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Φώτης Μακρής για τους λόγους που οδήγησαν τους οικονομικούς εισαγγελείς Γρηγόρη Πεπόνη και Σπύρο Μουζακίτη να υποβάλλουν επιστολή παραίτησης, καταγγέλλοντας παρεμβάσεις στο έργο τους. Οι δύο εισαγγελείς Εφετών, όπως οι ίδιοι δήλωσαν, μετά την κατάθεση του υπομνήματός τους στον κ. Μακρή, παραμένουν στη θέση τους. Σε αυτό μεταξύ άλλων εξειδικεύουν ως λόγο της πρόθεσης παραίτησης «την τεχνηέντως επιχειρηθείσαν νομοθετική κατάργησή τους», με την ανάθεση καθηκόντων οικονομικών εισαγγελέων σε αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και όχι Εφετών, όπως είναι οι νυν υπηρετούντες.
Όπως αναφέρει ο αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου στο έγγραφό του προς τον εισαγγελέα του Ανώτατου Δικαστηρίου Ιωάννη Τέντε, με το οποίο του γνωστοποιεί την αρχειοθέτηση της υπόθεσης, «αποκλειστικός λόγος που οδήγησε τους δύο οικονομικούς εισαγγελείς στο να υποβάλουν την παραίτησή τους ήταν η τροπολογία του υπουργείου Οικονομικών, με την οποία στην ουσία τους καταργούσε». Προσθέτει πως από την έρευνα που διεξήγαγε δεν προέκυψε ότι
επιχειρήθηκε από οποιονδήποτε παρέμβαση στο έργο των δύο εισαγγελικών λειτουργών και, σύμφωνα με τον αντιεισαγγελέα η υποβολή του αιτήματος παραίτησης των δύο εισαγγελέων οφείλεται στον παρορμητισμό τους και στην υπερβολική ευαισθησία τους.
Υπενθυμίζεται ότι το υπουργείο Οικονομικών είχε την πρόθεση να τροποποιήσει το νόμο 3943/2011 έτσι ώστε τη θέση των οικονομικών εισαγγελέων να καταλαμβάνουν (μετά από απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου) αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου και όχι εισαγγελείς Εφετών, όπως είναι οι κ.κ. Πεπόνης και Μουζακίτης.
Στο κοινό τους υπόμνημα οι δύο οικονομικοί εισαγγελείς αναφέρουν τα εξής:
«Οι υπογεγραμμένοι Γρηγόριος Ζ. Πεπόνης και Σπυρίδων Μουζακίτης, εισαγγελέας οικονομικού εγκλήματος και αναπληρωτής εισαγγελέας οικονομικού εγκλήματος, αντιστοίχως και εξ αφορμής της υπ' αριθμ. Πρωτ. 2682/28.12.2011 αναφοράς μας προς τον κ. εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, δηλούμεν και διευκρινίζομεν τα κάτωθι:
Αναλάβαμε τα καθήκοντά μας, ως εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος, έχοντας πλήρη επίγνωση των ιδιαζουσών δυσχερειών που θα αντιμετωπίζαμε, εκπληρώσαμε δε και συνεχίζομεν εκπληρούντες αυτά με υψηλόν εισαγγελικόν φρόνημα και ασυμβίβαστη μαχητικότητα. Ουδέποτε, τα ευλόγως αρνητικά για τον ελέγχοντα αισθήματα του ελεγχόμενου, απετέλεσαν κριτήριον και παράμετρον επηρεάζουσαν την σαφή, εκάστοτε στόχευση των εισαγγελικών ερευνών μας.
Αυτά, άλλωστε, συντρέχουν, αναπτύσσονται και εκδηλούνται σε όλες τις δικαστικές ενέργειες που έχουν σοβαρό διαγνωστικό αντικείμενο, συνιστούν δε συνηθέστατες και a priori υφιστάμενες παραμέτρους, που ο εισαγγελέας ως δεδομένες και αυτονόητες τις αντιπαρέρχεται ανεπηρέαστος και αδιάφορος.
Θα ήμασταν, αναντιλέκτως, ανάξιοι και ριψάσπιδες, εάν τα προεκτεθέντα αισθήματα και οι συναφείς ενδεχόμενες αντιδράσεις, έστω εκφεύγουσες των συνήθων πλαισίων δεοντολογίας, μας οδηγούσαν σε υποβολή παραιτήσεων και εγκατάλειψη της υπηρεσιακής μας αποστολής ημιτελούς, επί συγκεκριμένων σοβαρών εκκρεμών υποθέσεων.
Ουδέποτε το επράξαμε και ουδόλως τα υπαινιχθήκαμε με την κοινή, εν αρχή της παρούσης, αναφοράς μας».
«Αντιθέτως», διευκρινίζουν, «στην αναφορά αυτή, κατά τρόπον σαφέστατον, κατηγορηματικόν και μη επιδεχόμενον παρερμηνείες, εξειδικεύομεν και καταδεικνύομεν, ως λόγον της ενεργείας μας, την τεχνηέντως επιχειρηθείσαν νομοθετική κατάργησή μας, εξ αιτίας της φύσεως του αντικειμένου και των πολλαπλών-πολυεπίπεδων αντανακλάσεων των υπηρεσιακών πρωτοβουλιών και ενεργειών μας, που σαφέστατα πολλούς ενόχλησαν και ενέβαλαν εις ανησυχίαν και πολλοί θα επιθυμούσαν και θα εύχονταν να μην είχαν λάβει χώρα.
Το γεγονός έθετε και ανεδείκνυε ένα κρίσιμον και κεφαλαιώδες, θεσμικόν και ηθικόν, ζήτημα, απτόμενο ευθέως της λειτουργικής μας υποστάσεως και αποστολής.
Θα λειτουργούσαμε και δραστηριοποιούμαστε ως εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος υπό τον όρον της επιδοκιμασίας και εγκρίσεως των ενεργειών μας από αναρμοδίους και για άλλα τεταγμένους θεσμικώς, δηλαδή καθ' υπαγόρευσιν και δεν θα αναλαμβάναμε ελεγκτικές ενέργειες και πρωτοβουλίες, που δεν θα ήσαν αρεστές στους ανωτέρω, δηλαδή θα τελούσαμε ως εισαγγελείς υπό καθεστώς απαγορεύσεως;
Με την ενέργειά μας δώσαμε το στίγμα μας και αποκαλύψαμε το φρόνημά μας, ενώ παραλλήλως πέμψαμε έμπρακτο, απέριττο και σαφέστατο μήνυμα, στους ενδεχομένως φρονούντας και απεργαζομένους τα αντίθετα, για τους οποίους αδιαφορούμε παντελώς και εμφαντικώς τους αγνοούμε, από πλευράς εκπληρώσεως της υπηρεσιακής μας αποστολής και του διαφυλακτέου, ως κόρης οφθαλμού, δικαστικού ήθους και εισαγγελικού καθήκοντος.
Όσο για το αν τελικά θα κατονομάσουν όσους παρεμπόδιζαν το έργο τους, δηλώνουν ότι «δεν θα εκτραπούμε από τον προεκτιθέμενο πυρήνα της ουσιώδους ενέργειας μας και δεν θα χαθούμε σε δυσώδεις ατραπούς ονοματολογίας, αναλισκόμενοι σε ενασχόληση με τον αυτονόητο και πασίδηλο, δυστυχώς, της νεοελληνικής πραγματικότητος».
«Δεν έχει νόημα, άλλωστε, να επικεντρωθούμε και εστιάσωμε σε κάτι που ναι μεν συμβαίνει (και είναι γνωστό σε όλους ότι συμβαίνει), ουδόλως όμως μας επηρεάζει στη δικαστική υπηρεσιακή μας αποστολή, αγνοώντας παραλλήλως και παραγνωρίζοντας εκείνο το οποίον δεν μας επηρεάζει απλώς, αλλά κυριολεκτικώς μας εξουδετερώνει και μας καταργεί», αναφέρουν εστιάζοντας έτσι στην επίμαχη ρύθμιση για την αντικατάστασή τους από αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
«Δεν μας απασχολεί το θέμα σε προσωπικό επίπεδο, αλλά το αντιμετωπίζουμε και το βιώνουμε ως μέγα και αποκλειστικώς θεσμικό ζήτημα, απτόμενο του κρίσιμου ερωτήματος της δυνατότητας τελεσφόρου δικαιοδοτικής λειτουργίας, η έλλειψη ή παρεμπόδιση της οποίας ουδεμία σχέση έχει με ευνοούμενη σύγχρονη δημοκρατική πολιτεία», καταλήγουν στο υπόμνημά τους οι κ.κ. Πεπόνης και Μουζακίτης.
Αναλυτικά το έγγραφο αρχειοθέτησης της υπόθεσης:
Στο έγγραφό του ο κ.Μακρής αναφέρει: «Έχω την τιμή, σε εκτέλεση της 5479/29.12.11 παραγγελίας σας που αφορά τη διευκρίνιση της από 28.11.11 αιτήσεως παραίτησης των αντεισαγγελέων Εφετών Αθηνών 1) Γρηγορίου Πεπόνη και 2) Σπυρίδωνος Μουζακίτη από τα καθήκοντά τους ως Εισαγγελέων του οικονομικού εγκλήματος, να σας γνωρίσω τα ακόλουθα:
Από τις 29.12.2011 έγγραφες εξηγήσεις και τις προφορικές διευκρινίσεις που μου παρέσχον σήμερα οι ανωτέρω εισαγγελικοί λειτουργοί προκύπτει ότι ο λόγος που υπαγόρευσε την υποβολή της αιτήσεως αντικαταστάσεώς τους είναι αποκλειστικώς και μόνο η αποστολή σε αυτούς εκ μέρους του υπουργού Οικονομικών σχεδίου νόμου, με τις διατάξεις του οποίο ο ρόλος του εισαγγελέως του οικονομικού εγκλήματος θα ανατίθετο σε αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου με άμεση συνέπεια την κατάργησή τους.
Η αντικατάστασή τους με μεταβολή του νομικού πλαισίου της λειτουργίας τους ερμηνεύθηκε απ' αυτούς ότι ενδεχομένως η δράση τους ενόχλησε κάποιους επιχειρηματικούς παράγοντες του τόπου ή διάφορους αξιωματούχους, οι οποίοι θορυβηθέντες δρομολόγησαν την κατάργησή τους.
Εν κατακλείδι, έχω τη γνώμη ότι η αίτησή τους υπήρξε παρορμητική και εκπορεύθηκε από την υπερβολική ευαισθησία τους και από την αδιαπραγμάτευτη προσήλωσή τους, όπως πιστεύουν, στην εκτέλεση του καθήκοντός τους. Δεν προέκυψε ότι επιχειρήθηκε παρέμβαση στο έργο τους από οποιονδήποτε και παρέλκει οποιαδήποτε περαιτέρω έρευνα ή ιδιαίτερη επεξήγηση του κειμένου της αιτήσεώς τους για την αντικατάστασή τους».
ΣΥΡΙΖΑ: Απαιτούμε ονόματα και στοιχεία
Σχολιάζοντας τις εξελίξεις, ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Δημήτρης Παπαδημούλης δήλωσε ότι «η κυβέρνηση, μπροστά στην κατακραυγή, αναγκάστηκε να πάρει πίσω την καρατόμηση των δυο οικονομικών εισαγγελέων».
«Εμείς, όμως», συμπλήρωσε, «συνεχίζουμε να απαιτούμε και ονόματα, στοιχεία και κυρίως συγκεκριμένα αποτελέσματα εναντίον της φοροδιαφυγής και του οικονομικού εγκλήματος».
΄Οπως ανέφερε ο κ. Παπαδημούλης, «την ώρα που επιβαρύνονται άγρια τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα και η ανεργία καλπάζει, είναι αδιανόητο να παραμένουν στο σκοτάδι βαριές καταγγελίες για παρεμβάσεις υπέρ της ασυλίας ισχυρών οικονομικών συμφερόντων».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου