> Ο Παναγιώτης ξυπνάει στο
> κρεβάτι του με ένα τρομερό
> πονοκέφαλο.
> Το κεφάλι του πάει να σπάσει. Με
> το ζόρι ανοίγει τα μάτια του και
> το πρώτο που βλέπει είναι 2
> ασπιρίνες
> και ένα ποτήρι νερό στο κομοδίνο
> του.
> Ανακάθεται και βλέπει τα ρούχα
> του καθαρά και διπλωμένα στην
> καρέκλα μπροστά του.
> Κοιτάζει το δωμάτιο και
> συνειδητοποιεί ότι όλα είναι
> πεντακάθαρα και τακτοποιημένα.
> Βγαίνοντας από το δωμάτιο
> βλέπει ότι όλο το σπίτι είναι
> στην εντέλεια.
> Στην κουζίνα βλέπει ένα
> σημείωμα.
> «Μωρό μου, θα βρεις το πρωινό σου
> στον φούρνο.
> Πήγα να ψωνίσω για να σου
> μαγειρέψω λαγό το μεσημέρι που
> ξέρω ότι λατρεύεις. Σαγαπώ.».
> Πράγματι το πρωινό ήταν στον
> φούρνο ζεστό και λαχταριστό.
> Πάει να καθίσει και κάθεται πάνω
> σε έναν «Φίλαθλο». Τον κοιτάει
> και προς έκπληξη του είναι
> σημερινός.
> Εκείνη την στιγμή μπαίνει και ο
> γιος του στην κουζίνα.
> - Καλημέρα γιε μου, μπορείς να
> μου πεις τι έγινε χθες;
> - Κοίταξε, γύρισες σπίτι στις 5 το
> πρωί, μεθυσμένος και με λερωμένα
> ρούχα γιατί κάπου είχες πέσει
> στον δρόμο, έπεσες και από τις
> σκάλες καθώς ανέβαινες και από
> τα νεύρα σου έσπασες το καλό
> σερβίτσιο και κάτι έπιπλα.
> - Και τότε γιατί η μητέρα σου μου
> έκανε πρωινό, μου αγόρασε
> Φίλαθλο και έχει όλο το σπίτι
> στην εντέλεια;
> - Α, αυτό λες; Η μαμά σε έσυρε στο
> κρεβάτι και όταν πήγε να σου
> βγάλει το παντελόνι άρχισες να
> φωνάζεις : «Άσε με ήσυχο κυρά μου,
> είμαι παντρεμένος!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου